Οι πολεμικές συγκρούσεις, σε όλες τις μορφές τους, αποτελούν μέρος της στρατηγικής τέχνης, στην οποία επιδόθηκαν οι αρχαίοι Έλληνες από τα προϊστορικά χρόνια. Τα αρχαιότερα οχυρωματικά έργα επί του ευρωπαϊκού εδάφους, που έγιναν στις ακροπόλεις του Σέσκλου και του Δημινίου στο τέλος της 5ης χιλιετίας π.Χ., μαρτυρούν και τις αρχαιότερες τακτικές συγκρούσεις στον θεσσαλικό χώρο. Παρόμοια οχυρωματικά έργα της 4ης χιλιετίας π.Χ. ανακαλύφθηκαν και στα νησιά του Αιγαίου. Συγκεκριμένα στοιχεία για την ταυτότητα των αντιπάλων στις συγκρούσεις αυτές δεν υπάρχουν. Ωστόσο, η αντιπαράθεση των πρώτων ελληνικών φύλων θα πρέπει να αναζητηθεί στο τέλος της 3ης χιλιετίας π.Χ.
Η περίοδος αυτή, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, χαρακτηρίζεται από την κάθοδο ελληνόγλωσσων φύλων προς την κεντρική και τη νότια Ελλάδα. Ο προσδιορισμός και η ταύτιση του νέου φυλετικού στοιχείου με τους «Έλληνες» είναι, φυσικά, υποθετική, εν μέρει, αφού δεν υπάρχουν τόσο πρώιμα γραπτά μνημεία, ούτε η δυνατότητα να προσδιοριστούν αρχαιολογικά και να απομονωθούν τα πολιτιστικά στοιχεία που θα αποδοθούν σε αυτούς τους «Έλληνες». Ωστόσο η ανάγνωση της Γραμμικής Β’ γραφής αποδεικνύει την ελληνικότητα των δημιουργών του Μεσοελλαδικού Πολιτισμού.
Κατά τον καθηγητή Δημήτρη Θεοχάρη, «θεσσαλικά» φύλα επιχείρησαν κάθοδο προς τα νότια, άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε βίαια. Ο όρος «θεσσαλικά» εναρμονίζεται προς τον παραδοσιακό ρόλο της Θεσσαλίας ως «κοιτίδας του Ελληνισμού», ως χώρου δηλαδή όπου εντοπίζεται η ελληνική κοσμογονία και θεογονία. Πράγματι, αν η θεσσαλική λεκάνη δεν ήταν ο ιδεώδης χώρος για τη διαμόρφωση και την εξέλιξη ενός λαού, δεν ξέρουμε πού θα μπορούσε να αναζητηθεί προσφορότερη κοιτίδα.
Η ιστορική παρουσία Ελλήνων ή ελληνόγλωσσων φύλων από τη Θεσσαλία ήταν διαδεδομένη πολύ πριν από την αποκρυπτογράφηση της μυκηναϊκής γραφής και την πιστοποίηση της ελληνικότητάς της. Βασιζόταν κυρίως στην πεποίθηση που διαμορφώθηκε για την ελληνικότητα του μυκηναϊκού πολιτισμού και τη σχέση της, τόσο με τις φιλολογικές αναφορές για τη συγγένεια του μινυακού με τον μυκηναϊκό κόσμο όσο με την αρχαιολογική τεκμηρίωση της ομαλής πολιτιστικής συνέχειας. Μια τέτοια ιστορική κάθοδος ήταν εκείνη των Νειληδών, κατά την οποία ο πατέρας του Νέστορα Νηλέας εγκαταστάθηκε στη Μεσσηνία, όταν νικήθηκε στην εμφύλια σύρραξη που είχε με τον αδελφό του Πελία1.
Η περίοδος αυτή, αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., χαρακτηρίζεται από μια μεγάλη σειρά συγκρούσεων μεταξύ των ελληνικών φύλων. Στη θάλασσα αναφέρονται οι ναυτικές συγκρούσεις που έγιναν μεταξύ των Μινωιτών και των πειρατών που λυμαίνονταν το Αρχιπέλαγος, μέχρι που οι Μινωίτες τους εκτόπισαν και εγκαταστάθηκαν στις αποικίες που ίδρυσαν εκεί. Οι ίδιοι εισέβαλαν στην Αττική, μετά τη δολοφονία του γιου του Μίνωα Ανδρόγεω, κατέλαβαν τα Μέγαρα και την γύρω περιοχή και πολιόρκησαν την Αθήνα για πολλά χρόνια χωρίς να την κυριεύσουν. Επίσης, βίαια εισβολή και πυρπόληση αναφέρεται ότι έφερε το τέλος και στoν προϊστορικό οικισμό της Λέρνας.
Οι εστίες των συγκρούσεων ήταν πάρα πολλές και συχνές. Ενδεικτικά αναφέρονται τα συμπεράσματα του καθηγητή της κλασικής αρχαιολογίας Χανς Βάλτερ, που έκανε τις ανασκαφές στον προϊστορικό οικισμό της Αίγινας. Ο χώρος αυτός αριθμεί έντεκα διαδοχικούς οικισμούς, με αντίστοιχα οχυρωματικά έργα, στη σημερινή θέση Κολώνα, έκτασης 6.400 τετραγωνικών μέτρων. Οι κάτοικοι έχτιζαν κάθε νέο οικισμό πάνω στα χαλάσματα του προηγούμενου, ανακαινίζοντας κάθε τόσο τις αμυντικές κατασκευές τους, χωρίς όμως να εγκαταλείπουν την αρχική θέση τους. Μάλιστα δεν κατεδάφιζαν τα παλιά τείχη, παρά έχτιζαν νέα μπρος και πίσω από αυτά, ισχυροποιώντας τα έτσι πιο πολύ. Τα σημερινά ερείπια παρουσιάζουν την εικόνα της συνεχόμενης εξέλιξης ενός περίπλοκου οχυρωματικού συστήματος, σε ένα χώρο που οι επιδρομές ήταν τρόπος ζωής.
Οι τρομοκράτες της Μυκηναϊκής εποχής
Μια δεύτερη κάθοδος περιθωριακών, ακραίων και επιθετικών ελληνικών φύλων, που έγινε στο τέλος του 12ου αιώνα π.Χ., κατέστρεψε οριστικά τον μυκηναϊκό πολιτισμό και προκάλεσε την περίοδο των «σκοτεινών αιώνων» (1150-750 π.Χ.). Την περίοδο αυτή, σύμφωνα με τις αποκρυπτογραφήσεις των πινακίδων της Πύλου, αναφέρονται συνεχόμενες πειρατικές επιδρομές στον Πατραϊκό Κόλπο και στις ακτές της Ηλείας, οι οποίες ανάγκασαν τους Μυκηναίους να δημιουργήσουν ειδικό σώμα ακτοφυλακής, για να αποκρούουν τους εισβολείς.
Οι Μυκηναίοι, με κέντρο την Αργολίδα, αλλά με περισσότερους πολιτικούς φορείς, καθώς και τοπικά ανάκτορα στη βορειοανατολική και νοτιοδυτική Πελοπόννησο, τη Βοιωτία και τη Θεσσαλία, αντιμετώπισαν προβλήματα τοπικών εμφυλίων συγκρούσεων και τρομοκρατίας. Στον κατάλογο των κυριοτέρων μυκηναϊκών χωριών αναφέρονται, γύρω στο 1220 π.Χ. δεκαέξι επίσημοι τρομοκράτες, εννιά στην «Εντεύθεν Επαρχία» και επτά στην «Εκείθεν Επαρχία» ή «Πέρα από τα Βουνά Επαρχία» (κοιλάδα του Παμίσου και πλαγιές του Ταϋγέτου). Ανάμεσα στους τρομοκράτες αυτούς συγκαταλέγεται και ο Ηρακλής, για τον οποίο γράφει σχετικά ο καθηγητής του ελληνικού πολιτισμού Πωλ Φωρ: «Όταν το έπος δηλώνει για τον “Εξοχότατο Δύναμη”, τον Ηρακλή, αποδεδειγμένο αρχηγό συμμορίας, ότι πίεζε σκληρά τους Ηλείους και ότι οι συναγωνιστές ή απόγονοί του Ηρακλείδες έδιωξαν τελικά τους Αχαιούς από τη γη τους, υπάρχει σε αυτό κάτι περισσότερο από ένας θρύλος. Είναι η πιθανή εξήγηση, με κάποιο είδος εμφυλίου πολέμου, του τέλους του μυκηναϊκού πολιτισμού. Στις πινακίδες της Πύλου βλέπουμε σε ποια κατάσταση ανασφάλειας βρίσκονταν τα μικρά κράτη της Πελοποννήσου με παρόμοιους γείτονες. Στην πάλη των τακτικών στρατιωτών με τους αντάρτες, την τελευταία λέξη την είχαν οι δεύτεροι. Για να μιλήσουμε με όρους αγωνιστικούς, οι ερασιτέχνες νίκησαν τους επαγγελματίες».
Η αρχαιότερη καταστροφή της Θήβας
Στις εμφύλιες συγκρούσεις του 13ου αιώνα π.Χ. αναφέρονται οι αντιπαραθέσεις της Πύλου με την Αρκαδία και την Ήλιδα, της Αθήνας με την Ελευσίνα και της Θήβας με τον Ορχομενό. Μια άλλη σύγκρουση μεταξύ Θηβαίων και Πελοποννησίων υποκρύπτει τον ανταγωνισμό τους για την επικυριαρχία σε όλη τη μυκηναϊκή επικράτεια. Η σύγκρουση αυτή έληξε με την ολοσχερή καταστροφή και την οριστική εγκατάλειψη του ανακτόρου της Θήβας. Οι αρχαίοι είχαν διατηρήσει την ανάμνηση των δυο εκστρατειών των Πελοποννησίων που κατέληξαν στην εκπόρθηση της Θήβας, την εξόντωση της οικογένειας των Λαβδακιδών και την καταστροφή της πόλης, από την οποία έφυγαν όσοι κάτοικοι διασώθηκαν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ολοκαύτωμα και η διάλυση του θηβαϊκού κέντρου πρέπει να οφείλεται στην εμφύλια διαμάχη, που έφερε αντιμέτωπες τις δυο μεγάλες γειτονικές και, όπως φαίνεται, αντίζηλες ομοσπονδίες, την πελοποννησιακή, με κέντρο την Αργολίδα, και τη βοιωτική, που ήταν κάτω από την ηγεμονία των Θηβαίων. Στον πόλεμο αυτόν επικράτησαν οι Αργείοι. Η παράδοση, όπως τη διέσωσε το γνωστό έπος «Θηβαΐς» και την παρουσιάζει ο Αισχύλος στο έργο του «Επτά επί Θήβας», αναφέρει ότι πρώτοι εισέβαλαν οι Αργείοι με τους επτά ηγέτες τους Πολυνείκη, Άδραστο, Αμφιάραο, Καπανέα, Παρθενόπαιο, Ιππομέδοντα και Τυδέα. Η δεύτερη εκστρατεία έγινε από τους Επιγόνους των πρώτων εισβολέων, Αλκμέωνα και Αμφίλοχο (του Αμφιάραου), Αιγιαλέα, Σθένελου, Πρόμαχου, Ευρύαλου, Θέρσανδρου και Διομήδη. Οι Αργείοι νίκησαν και η Θήβα καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Στη σύγκρουση έλαβαν μέρος Έλληνες σύμμαχοι και μισθοφόροι και από τις δυο παρατάξεις.
Η περιγραφή της εμφύλιας αυτής σύρραξης καταγράφηκε παραστατικά από τον Παυσανία: «Ο πόλεμος αυτός που έκαναν οι Αργείοι, νομίζω πως υπήρξε ο σπουδαιότερος από όλους τους πολέμους που έκαναν Έλληνες εναντίον Ελλήνων, την ηρωική εποχή. Στον πόλεμο των Αθηναίων Ελευσινίων εναντίον των υπολοίπων Αθηναίων, καθώς και των Θηβαίων εναντίον των Μινυών, οι εισβολείς δεν προέρχονταν από μακρινό τόπο και επιπλέον μία μόνο μάχη έκρινε τον πόλεμο, μετά την οποία επήλθε συμφωνία και έγινε ειρήνη. Ο στρατός των Αργείων όμως από το μέσον της Πελοποννήσου έφτασε στο μέσον της Βοιωτίας. Ο Άδραστος πήρε συμμάχους από την Αρκαδία και τη Μεσσηνία. Στους Θηβαίους ήρθαν μισθοφόροι από τη Φωκίδα καθώς και Φλεγύες από τη Μινυάδα. Η σύγκρουση έγινε στο Ισμήνιο (λόφο) και οι Θηβαίοι νικήθηκαν και κατέφυγαν στο τείχος. Οι Πελοποννήσιοι δεν ήξεραν πώς να αγωνιστούν κατά του τείχους κι έκαναν τις επιθέσεις μάλλον με οργή και όχι με τέχνη.
Οι Θηβαίοι, βάλλοντας από το τείχος, σκότωσαν πολλούς από αυτούς. Μετά έκαναν επίθεση και νίκησαν και τους άλλους που βρίσκονταν σε αταξία. Έτσι όλος ο στρατός (των Αργείων) καταστράφηκε εκτός από το τμήμα του Αδράστου. Η σύγκρουση όμως τελείωσε με μεγάλες απώλειες και από την πλευρά των Θηβαίων, ώστε από τότε επικράτησε να ονομάζουν «καδμεία νίκη» εκείνη που κερδίζεται με καταστροφή και των νικητών. Μετά από λίγα χρόνια εισέβαλαν στη Θήβα (οι Αργείοι) με τον Θέρσανδρο, οι ονομαζόμενοι από τους Έλληνες Επίγονοι. Είναι φανερό ότι μαζί τους έλαβαν μέρος στην εκστρατεία όχι μόνο οι Αργείοι, οι Μεσσήνιοι και οι Αρκάδες, αλλά και οι Κορίνθιοι και οι Μεγαρείς, τους οποίους κάλεσαν σαν συμμάχους. Αλλά και τους Θηβαίους βοήθησαν οι γειτονικοί σύμμαχοί τους. Οι αντίπαλοι στρατοί συγκρούστηκαν με σφοδρότητα στον Γλίσαντα, όπου οι Θηβαίοι νικήθηκαν. Ορισμένοι με επικεφαλής τον Λαοδάμαντα ξέφυγαν από τη χώρα αμέσως. Οι άλλοι πολιορκήθηκαν και παραδόθηκαν». Παυσανία αττικ. 9.9.1.
Στο ίδιο εδάφιο αναφέρεται και η προηγούμενη σύγκρουση μεταξύ των Μινυών και των Θηβαίων. Οι Μινύες του Ορχομενού είχαν νικήσει παλαιότερα τους Θηβαίους και τους ανάγκασαν να δίνουν εκατό βόδια τον χρόνο σαν φόρο για διάστημα είκοσι χρόνων. Αργότερα ο Ηρακλής έκοψε τα αφτιά και τις μύτες των Ορχομενίων που πήγαιναν να πάρουν τον ετήσιο φόρο, τους έδεσε και τους έστειλε πίσω στον Ορχομενό. Στον πόλεμο που επακολούθησε οι Θηβαίοι νίκησαν κατά κράτος και υποχρέωσαν τους Ορχομενίους να τους δίνουν τον διπλάσιο φόρο Παυσανία αττικ. 9.9.1.
Μεσσηνιακοί πόλεμοι
Μετά την περίοδο των «σκοτεινών αιώνων» (1150-750 π.Χ.), η αιματοχυσία ξανάρχισε. Τα ελληνικά φύλα αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο ανεξάρτητων πόλεων, που, άλλοτε μόνες τους και άλλοτε σε πρόσκαιρες συμμαχίες, συγκρούονταν αδιάλειπτα σε πολέμους περιορισμένης διάρκειας, έντασης και σημασίας, αλλά, παρ’ όλα αυτά, αιματηρούς και καταστροφικούς. Εκατοντάδες συγκρούσεις στον μητροπολιτικό χώρο και στις αποικίες (Αιγαίο, παράλια Μικράς Ασίας, Νότια Ιταλία και Σικελία) συνέχισαν τις αιματοχυσίες αποβλέποντας όλοι στην ηγεμονική επικυριαρχία. Την εποχή αυτή ο θεσμός της πόλης-κράτους είχε αποκτήσει ολοκληρωτική υπόσταση και οι αντιπαραθέσεις πήραν τη νέα τους μορφή με βασικά συνθήματα τη δημοκρατία και την ολιγαρχία.
Οι Λακεδαιμόνιοι με τη βοήθεια Κορινθίων και μισθοφόρων τοξοτών από την Κρήτη επιχείρησαν εισβολές κατά του Άργους και των οχυρωμένων μεσσηνιακών πόλεων. Οι Μεσσήνιοι, βοηθούμενοι από Αρκάδες, Αργείους και Σικυώνιους, αντιστάθηκαν για είκοσι χρόνια. Παραστατική εικόνα της αντιπαλότητας και των προκαταρκτικών της σύγκρουσης των αντιπάλων έχει καταγράψει ο Παυσανίας ως εξής: «Μόλις οι αρχηγοί των αντιπάλων έδωσαν το σύνθημα, οι Μεσσήνιοι όρμησαν τρέχοντας κατά των Λακεδαιμονίων, χωρίς να λογαριάζουν τη ζωή τους, σαν άνθρωποι που μέσα στην αγανάκτησή τους επιθυμούσαν τον θάνατο. Έσπευδε καθένας να αρχίσει αυτός πρώτος τη μάχη. Ορμητική επίσης αντεπίθεση έκαναν και οι Λακεδαιμόνιοι, που φρόντισαν όμως να διατηρήσουν την τάξη τους. Όταν οι αντίπαλοι πλησίασαν, άρχισαν να μεταχειρίζονται απειλές κραδαίνοντας τα όπλα και απειλώντας ο ένας τον άλλο». Μετά άρχιζε η σύγκρουση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου