Amfipoli News: Από την αρχαία ελληνική λέξη κάρα (= κεφάλι) > καρίς / κάμμαρος = γαρίδα, η λατινική cammarus, κλπ.

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2024

Από την αρχαία ελληνική λέξη κάρα (= κεφάλι) > καρίς / κάμμαρος = γαρίδα, η λατινική cammarus, κλπ.

 


Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP, dsymeonidis@outlook.com

δημοσιογράφος/ανταποκριτής

Ε.Σ.Ε.Μ.Ε. (Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης) 

ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΠαρὰ τὸ σκαίρω(*) σκαρὶς(*) καὶ καρίς·  παρὰ τὸ κάρα καρίς· καὶ γὰρ ὅλη  καρὶς σχεδὸν κεφαλή ἐστι.

Etymologicum magnum, Kallierges491, 42.

 

Η αρχαία λέξη κάμμαρος σημαίνει γαρίδα.

Η λέξη γαρίδα προέρχεται από την αρχαία επίσης λέξη καρίς που εννοούσαν μικρή γαρίδα ή σύμφωνα με τον Αριστοφάνη την μεγάλη γαρίδα. Η λέξη καρίς έχει σχέση με την κεφαλή (κάρα) γιατί οι γαρίδες έχουν μακράν κεφαλήν σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα τους.

Σήμερα δεν χρησιμοποιούμε την λέξη αυτή αλλά την πήραν οι Λατίνοι (cammarus), οι Πορτογάλοι (camarão).

Λέγεται ότι ή λέξη κάμμαρος είναι πρωτοελληνική. Σύμφωνα με το Λεξικό του Ησυχίου οι αρχαίοι Έλληνες με την λέξη Κάμμαρος εννοούσαν τις ερυθρές γαρίδες.

Κάμμαρος, η καρίδα / γαρίδα,
πλατειά καρίδα = ο αστακός.

Ετυμολογία

γαρίς, γαρίδα, η < αρχαία ελληνική καρίς

καρίς, η· μαλακόστρακο ζώο που ανήκει στην τάξη των καρκινοειδών με διαφανές ή ροδαλό χρώμα, δέκα πόδια και νόστιμη σάρκα

κάμμαρος.

cammarus in Gaffiot, Félix (1934) Dictionnaire illustré latin-français, Hachette

cammarus, i.m (κάμμαρος) crevette ou écrevisse

camarão πορτογαλικά

Η γαρίδα σε νόμισμα της Ισλανδίας.

Dictionary of Standard Modern Greek

γαρίδα η Ο26: μικρό θαλάσσιο οστρακόδερμοπολύ νόστιμο και ακριβό έδεσμα > έγινε γαρίδα το μάτι του = ορθάνοιχτο:

        α. για κπ. που λαχταράει κτ. πάρα πολύ.

        β. για κπ. που δεν μπορεί ή που δε θέλει να κοιμηθεί.

        γ. για κπ. περίεργο που προσπαθεί να δει ή να ακούσει κτ. γαριδούλα η Yποκορ. γαριδίτσα η Υποκορ. γαριδάκι το Υποκορ.

[μσν. γαρίδα < καρίδα (τροπή [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-k > tiŋg > γ]) < αρχ. καρίς, αιτ. -ίδα· γαρίδα - γαριδούλα, γαριδίτσα]

γαριδάκι το Ο44α:

        1. μικρή γαρίδα.

        2. (συνήθ. πληθ.) τυποποιημένη παιδική λιχουδιά με αλμυρή γεύση. 

[υποκορ. γαρίδ(α) -άκι (η σημ. 2 από το σχήμα)

LIDDELL & SCOTT - Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας:

καρίς, γεν. καρίδος, , μικρή γαρίδα ή μεγάλη γαρίδα, σε Αριστοφ.

Αρχαίες Πηγές:

Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, 5ος / 4ος  αιώνας π.Χ. στ. 1522 (1518-1522):

ἄγ᾽, ὦ μεγαλώνυμα τέκνα | τοῦ θαλασσίου, | πηδᾶτε παρὰ ψάμαθον | καὶ θῖν᾽ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο, | καρίδων ἀδελφοί·

Ω, αδερφάκια των γαρίδων

και θαλασσινού πατέρα

ξακουσμένα εσείς παιδιά,

δώστε πήδους στ᾽ ακρογιάλι,

μπρος, χορό στην αμμουδιά!

Μετάφραση Θρ. Σταύρου, Αθήνα, 1967.

ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΗΣ: Dioscorides Pedanius Med., De materia medica (recensiones e codd. Vindob. med. gr. 1 + suppl. gr. 28; Laur. 73, 41 + 73, 16 + Vind. 93) (0656: 003)
“Pedanii Dioscuridis Anazarbei de materia medica libri quinque, vols. 1–2”, Ed. Wellmann, M. Berlin: Weidmann, 1:1907; 2:1906, Repr. 1958. 3,73a,2:
δελφίνιον· οἱ δὲ διάχυτος, οἱ δὲ διάχυσις, οἱ δὲ παράλυσις, οἱ δὲ κάμμαρος, οἱ δὲ ὑάκινθος, οἱ δὲ ὕφαιμον, οἱ δὲ ἄρας, οἱ δὲ δελφινιάς, οἱ δὲ Νήρειον, οἱ δὲ Νηρειάδιον, οἱ δὲ σώσανδρον, οἱ δὲ Κρόνιον, Ῥωμαῖοι βουκίνους μίνορ.


ΗΣΥΧΙΟΣ Lexicogr., 
597, 1:
Αἰολεῖς καμμάρους· τὰς ἐρυθρὰς καρίδας (Epich. fr. 60?)

ΑΘΗΝΑΙΟΣ - Athenaeus Soph., Deipnosophistae (epitome), Vol. 2,1, 21,12:
πολλοῖς δὲ ἦν περισπούδαστος  τοῦ καράβου βρῶσιςὡς ἐν Θεσμοφοριαζούσαις Ἀριστοφάνης φησίνἔνθα καὶ πλατείας καρίδας λέγει τοὺς ἀστακούςὧν ἀστακῶν καὶ Ἀρχέστρατος μέμνηται· ἀλλὰ παρεὶς λῆρον πολὺν ἀστακὸν ὠνοῦ τὸν τὰς χεῖρας ἔχοντα μακρὰς ἄλλως τε βαρείαςτοὺς πόδας μικρούςβραδέως δἐπὶ γαῖαν ὀρούει.


Lexicon Artis Grammaticae, Lexicon artis grammaticae (e cod. Coislin. 345)
448, 15:

Καρίς: ἢ καριδάριον.


ΣΟΥΔΑ λεξ. 314,1:
Ὑπὲρ κάρα φοιτῶνταὑπὲρ κεφαλῆς ἐρχόμενον.

ΠΗΓΗΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 19.1.2024.

ΣΧΟΛΙΟ Γ. Λεκάκη:

(*) Από το ρ. σκαίρω > σκαρώνω, σκαρφίζομαι.

arxeion-politismou.gr

Διαβάστε επίσης:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου