Amfipoli News: Η αρχαία Έδεσσα Μακεδονίας, με λατρεία του Υψίστου Διός, του Διόνυσου, της Αρτέμιδος, και της Μεγάλης εδεσσαϊκής Μητέρας των Θεών Μα

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

Η αρχαία Έδεσσα Μακεδονίας, με λατρεία του Υψίστου Διός, του Διόνυσου, της Αρτέμιδος, και της Μεγάλης εδεσσαϊκής Μητέρας των Θεών Μα

 


Των αρχαιολόγων δρ Α. Χρυσοστόμου και Γ. Σταλίδη

Η αρχαία Έδεσσα υπήρξε μία σημαντική πόλη της Μακεδονίας, κτισμένη πάνω στο σημαντικότερο φυσικό πέρασμα, που συνέδεε την άνω ορεινή με την κάτω πεδινή Μακεδονία.

Η πόλη απλωνόταν σε δύο επίπεδα: Η Ακρόπολη βρισκόταν στην άκρη του βράχου της σύγχρονης Έδεσσας, ενώ η κάτω πόλη στους πρόποδες του βράχου στην πεδιάδα, που φέρει την ονομασία Λόγγος (παρακάτω φωτογραφία).

Η αστική οργάνωση της ολοκληρώθηκε τον 4ο αι. π.Χ., οπότε και αναφέρεται σε επιγραφικά κείμενα της πόλης.

Κατά την διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων, η πόλη απολαμβάνει τα ευεργετήματα της Pax Romana. Κόβει νομίσματα, στον εμπροσθότυπο των οποίων υπάρχουν οι προτομές των αυτοκρατόρων και πίσω καθιστή η θεά Ρώμη, που στεφανώνεται από την πόλη της Έδεσσας.

Από τις επιγραφικές μαρτυρίες, κυρίως, είναι γνωστό ότι στην πόλη υπήρχε βουλευτήριο, γυμνάσιο, θέατρο και ναοί για την λατρεία:

        - του Δία Ύψιστου,

        - του Διόνυσου 

        - της Αρτέμιδος

        - της Μητέρας των Θεών και της Μα. 

Από το ναό της τελευταίας θεότητας διασώζονται αρχιτεκτονικά μέλη, που είναι κατάγραφα με απελευθερωτικές επιγραφές δούλων.

Στο ανασκαμμένο τμήμα της Κάτω πόλης της αρχαίας Έδεσσας είναι ορατά: τμήμα της οχύρωσης, τμήμα του κεντρικού δρόμου και κτήρια με τις δευτερεύουσες παρόδους στα δεξιά και αριστερά του.

Από την οχύρωση έχει αποκαλυφθεί η νότια πύλη των τειχών, που εντάσσεται στα όρια ορθογώνιου πύργου με εγγεγραμμένη κυκλική αυλή στο εσωτερικό του, καθώς και το τείχος αριστερά και δεξιά της σε μήκος 60 και 130 μ., αντίστοιχα. Η πύλη και το τείχος σώζονται σε ύψος 4 - 5 μ. Η κατασκευή τους τοποθετείται στα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια. Έχουν όμως επιδιορθωθεί στα υστερορρωμαϊκά και στα παλαιοχριστιανικά χρόνια.

Η κεντρική οδός της αρχαίας πόλης, που έχει αποκαλυφθεί σε μήκος 80 μ., περιστοιχίζεται από στοές. Οι κίονες και τα κιονόκρανά τους προέρχονται από παλαιότερα κτήρια. Ο ένας, μάλιστα, είναι κατάγραφος από επιγραφές, που αναφέρονται σε αναθέσεις δούλων (απελευθερώσεις) στην μεγάλη εδεσσαϊκή θεά, τη Μα. Κατά μήκος του κεντρικού δρόμου και των παρόδων έχει αποκαλυφθεί μία σειρά από κτήρια, που κυρίως χρονολογούνται στην τελευταία φάση της ζωής της πόλης, τα παλαιοχριστιανικά χρόνια, ενώ έχουν εντοπιστεί και τοίχοι ή τμήματα κτηρίων των ελληνιστικών ή των υστερορρωμαϊκών χρόνων.

Τα κτήρια είναι καταστήματα κατά μήκος της κεντρικής οδού, στρατιωτικές πιθανότατα εγκαταστάσεις σε επαφή με το τείχος, ένα τριμερές κτήριο με πιθάρια στο εσωτερικό του, ίσως αποθήκη, κατοικίες και τέλος ένα παλαιοχριστιανικό συγκρότημα, του οποίου η έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί. Πρόκειται για δύο αυλές με δάπεδο από σχιστόπλακες. Στην μία υπάρχει περίστυλη κρήνη, κατασκευασμένη από υλικό σε δεύτερη χρήση (φατνώματα - γείσα). Νεώτερη ανασκαφή, βόρεια της κρήνης, έχει φέρει στο φως αψιδωτή αίθουσα με μαρμάρινα δάπεδα και μαρμαροθετήματα, που, άλλοτε, ήταν πλούσια διακοσμημένη με εντοίχια ψηφιδωτά και τοιχογραφίες. Ο χώρος αποτελεί τμήμα του παλαιοχριστιανικού συγκροτήματος, το οποίο, πιθανώς, ήταν η έδρα των εκκλησιαστικών διοικητικών εξουσιών, κατά τα πρώιμα χριστιανικά χρόνια.

Το β΄ μισό του 3ου αι. μ.Χ., εξ αιτίας των βαρβαρικών επιδρομών παρατηρούνται εκτεταμένες επιδιορθώσεις του τείχους. Κατά την διάρκεια των παλαιοχριστιανικών χρόνων, η Έδεσσα εξακολουθεί να αναφέρεται ως civitas στις αρχαίες πηγές, ενώ, το 479 μ.Χ., αποτέλεσε την έδρα των βυζαντινών στρατιωτικών δυνάμεων στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Γότθων. Οι επιδρομές των Αβαροσλάβων τον επόμενο αιώνα, σε συνδυασμό με μία σειρά από φυσικές καταστροφές πρέπει να υπήρξαν η αφορμή για την σταδιακή εγκατάλειψη της Κάτω πόλης, για τον περιορισμό της κατοίκησης στην περιοχή της Ακρόπολης.

Κατά τα μεσοβυζαντινά χρόνια η ακρόπολη είχε μετατραπεί σε ένα από τα πιο καλά οχυρωμένα κάστρα της περιοχής, το «Θεοφρούρητο κάστρο των Βοδενών». Έλεγχε την σημαντική δίοδο από την πεδιάδα της Κεντρικής Μακεδονίας προς τις ορεινές περιοχές και την Δυτική Μακεδονία, αλλά και βόρεια, προς την Αλμωπία. Αποτελούσε τμήμα του βυζαντινού οχυρωματικού δικτύου της Μακεδονίας και, μαζί με τα γειτονικά κάστρα της Βέρροιας, των Σερβίων, του Οστροβού, των Μογλενών, της Καστοριάς κ.ά., διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον βυζαντινοβουλγαρικό πόλεμο (976 - 1018 μ.Χ.), μεταξύ του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ και του αντιπάλου του, Σαμουήλ. Το 1015 μ.Χ., ο αυτοκράτορας κατέλαβε τα Βοδενά και εγκατέστησε επίλεκτη βυζαντινή φρουρά, τους «κονταράτους». Αργότερα, το κάστρο αναφέρεται στους πολέμους του Ιωάννη Καντακουζηνού με τον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Δουσάν, οπότε το 1350 ο αυτοκράτορας πολιόρκησε και κατέλαβε τα Βοδενά, γεγονός που είχε σπουδαία απήχηση, καθώς, μετά την είδηση της άλωσης, τα γειτονικά κάστρα και πολίσματα παραδόθηκαν χωρίς μάχη. Τα Βοδενά βρέθηκαν εκ νέου υπό Σερβική διοίκηση έως το τέλος του 14ου αι., οπότε κυριεύθηκαν από τους Οθωμανούς, πιθανότατα μεταξύ των ετών 1385 - 1389, κατάκτηση που συνδέεται με τις επιχειρήσεις του Γαζή Εβρενός στην περιοχή.

Από τα βυζαντινά Βοδενά πολύ λίγα στοιχεία έχουν εντοπιστεί, κυρίως κάποια τμήματα της οχύρωσης, καθώς και εκτεταμένα κοιμητήρια. Αιτία θεωρείται ο ισχυρότατος σεισμός και η επακόλουθη πλημμύρα που έπληξαν το κάστρο, το έτος 1395 / 1396 μ.Χ. Από τα μνημεία της εποχής αυτής διατηρήθηκαν, με πολλές όμως μεταγενέστερες επισκευές, οι ναοί της Κοίμησης της Θεοτόκου (Αγία Σοφία - Παλαιά Μητρόπολη) και των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Σταδιακά, η περιοχή που κατελάμβανε το κάστρο μετατράπηκε στην πρώτη χριστιανική συνοικία της πόλης, το Βαρόσι, οπότε ο αρχικός αμυντικός χαρακτήρας του υποβιβάστηκε, ιδιαίτερα με την κατεδάφιση των τειχών από τους Τούρκους. Στην συνέχεια αναπτύχθηκε ως συγκροτημένο πολεοδομικό σύνολο με κλειστά οικοδομικά τετράγωνα και ενιαίο μέτωπο κατοικιών.

ΠΗΓΗ: ΥΠΠΟΑ, ΕΦΑ ΠΕΛΛΗΣ

arxeion-politismou.gr

Διαβάστε επίσης:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου