Τα συμπόσια κατά την αρχαιότητα ήταν ένας οργανωμένος κοινωνικός θεσμός με καθορισμένη εθιμοτυπία.
Ήταν η κατ’ εξοχήν μορφή κοινωνικής συγκεντρώσεως και μαζί με τα γυμνάσια και τις σοφιστικές επιδείξεις, οι οποίες ξεκίνησαν να γίνονται σε σπίτια πλουσίων από τον 5ο αι. π.Χ., ήταν τα κέντρα ανταλλαγής ιδεών και πνευματικών ζυμώσεων.
Ήδη στον Όμηρο ο θεσμός αυτός είναι ανεπτυγμένος. Ο Νέστωρ στην Ιλιάδα (Ι, στ.68 κ.ε.) λέει:
μα εσύ ξεκίνα πρώτος,
υγιέ του Ατρέα, τι εσύ κι απ' όλους μας πιο βασιλιάς λογιέσαι·
και στρώσε τάβλες για τους γέροντες· περίσσια αυτό πρεπό σου·
κρασί γιομάτα είν' τα καλύβια σου, που Αργίτικα καράβια
ολημερίς περνούν το πέλαγο και φέρνουν απ' τη Θράκη·
κι είναι δικό σου κάθε φίλεμα, τι σε πολλούς ορίζεις.
Κι ως συναχτούμε τόσοι γέροντες, θ' ακούσεις όποιον δώκει
την πιο καλή βουλή·
(μετ. Καζαντζάκη – Κακριδή)
Αυτόν το κοινωνικό και πνευματικό χαρακτήρα είχαν τα συμπόσια στην Αθήνα και την Ιωνία, ενώ στις καθαρά δωρικές πόλεις είχαν αναπτυχθεί τα συσσίτια που είχαν μάλλον στρατιωτικό χαρακτήρα, πειθαρχημένο και λιτό.
Το αρχαίο συμπόσιο άρχιζε συνήθως νωρίς το βράδυ και συνεχιζόταν ως το πρωί. Οι καλεσμένοι έπαιρναν τη θέση τους σε κλίνες, τοποθετημένες σε σχήμα Π. Η εκλογή των θέσεων είχε ιδιαίτερη σημασία και ο οικοδεσπότης έπρεπε να φροντίσει ώστε να μην υπάρξουν παράπονα από τους καλεσμένους του.
Το αρχαίο συμπόσιο περιελάμβανε δύο μέρη: το δείπνον ή σύνδειπνον και τον πότον. Το δείπνον ήταν δευτερεύον και μικρής διάρκειας, ενώ η μετάβαση στον πότον γινόταν με ορισμένη εθιμοτυπία.
Οι συμπότες έπιναν λίγο άκρατον οίνον προς τιμήν του «αγαθού δαίμονος», μοιράζονταν στεφάνια, ενίοτε και μύρα, γίνονταν σπονδές σε διάφορους θεούς και όλοι με συνοδεία συνήθως αυλών έψαλλαν έναν ύμνο προς τον θεό. Στην συνέχεια μπορούσαν να αρχίσουν την οινοποσία.
Έπιναν πάντοτε κρασί νερωμένο (κεκραμένον οίνον) από έναν μεγάλο κρατήρα που βρισκόταν στη μέση, μέσα στον οποίον γινόταν η κράσις. ενώ το «ακρατοποτείν» ήταν δείγμα αξιοκατάκριτης καταχρήσεως. Ο τρόπος της πόσεως κανονιζόταν είτε με κοινή συμφωνία είτε με τρόπο απολυταρχικό από τον συμποσιάρχη, τον οποίον εξέλεγαν από την αρχή. Αυτός όριζε πότε και πόσο θα έπινε ο καθένας και όλοι ήταν υποχρεωμένοι να συμμορφωθούν.
Ο κάθε συμπότης έπρεπε να έχει προσωπική συμβολή στην συντροφιά είτε με διάφορα «παιχνίδια συναναστροφών» (αινίγματα, γρίφους κλπ), είτε με κάποιο ποίημα ή τραγούδι, κατά προτίμηση αυτοσχέδιο και επίκαιρο, ενώ άλλες φορές οριζόταν ένα θέμα για συζήτηση, του οποίου η διαπραγμάτευση θα γινόταν πολιτισμένα και χωρίς εριστικότητα. Έτσι τα συμπόσια, πέρα από μια ευχάριστη και εγκάρδια συζήτηση που ήταν, είχαν και βαθιά παιδαγωγική σημασία.
Μισθωμένοι από τον οικοδεσπότη ή κάποτε και εξ ιδίας πρωτοβουλίας με τη βεβαιότητα ότι θα πληρωθούν, εμφανίζονταν διάφοροι καλλιτέχνες, γελωτοποιοί, ταχυδακτυλουργοί, ιδιαιτέρως όμως γυναίκες, αυλητρίδες, ψάλτριες (ψάλτρια: η κιθαρῳδός) και ορχηστρίδες (χορεύτριες).
Το σύνηθες τέλος των συμποσίων αυτών ήταν να μεθύσουν ή ν’ αποκοιμηθούν όλοι οι συμμετέχοντες. Κάποιες φορές μάλιστα έτσι μεθυσμένοι έβγαιναν τα ξημερώματα στους δρόμους και πήγαιναν και σε άλλα σπίτια, όπου γίνονταν συμπόσια. Βεβαίως εξαιτίας του νερωμένου κρασιού η μέθη καθυστερούσε.
Ο θεσμός των συμποσίων έσβησε μαζί με την κοινωνία μέσα στην οποία αναπτύχθηκε. Τα συμπόσια της ελληνιστικής και την ρωμαϊκής εποχής ήταν μάλλον φαγοπότια πολυτελείας με κατώτερης ποιότητας μουσικές ή άλλες απολαύσεις.
___
εικόνα: Συμπόσιο, αττικός ερυθρόμορφος κρατήρας, 420 π.Χ.
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Μαδρίτης
el.wikipedia.org
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου