Amfipoli News: Η «αγγλική» λέξη roof είναι πανάρχαια ελληνική και μάλιστα ομηρική

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Η «αγγλική» λέξη roof είναι πανάρχαια ελληνική και μάλιστα ομηρική

Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP

δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.

( Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)

 

Η διαφορά των λέξεων Ερέφω και Οροφή:

Η μεν εξωτερική στέγη προέρχεται από το ερέφω που σημαίνει σκεπάζω καλύπτω ενώ η λέξη οροφή σύμφωνα με τον Όμηρο «την εσωτερική έσω πλευρά της στέγης».

Ως συνήθως οι Άγγλοι πάρα πολλές αρχαίες ελληνικές λέξεις, τις ενσωμάτωσαν στην γλώσσα τους, κάνοντας αλλαγές για να διαφέρουν φωνητικά από τις ελληνικές λέξεις αλλά και πάλι, με λίγη προσοχή ένας μελετητής σωστός, μπορεί να βρει τις πραγματικές ρίζες των λέξεων.


Ετυμολογία της λέξης roof

Σύμφωνα με τα Αγγλικά λεξικά

Μετάφραση από τα Αγγλικά από τον Δ. Συμεωνίδη:

Η λέξη «στέγη» προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη «hoc) που σημαίνει επίσης «στέγη».

Η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση της λέξης «στέγη» στα αγγλικά ήταν τον 8ο αιώνα μ.Χ.

Η λέξη "οροφή" είναι γερμανική λέξη και σχετίζεται με την ολλανδική λέξη "dak" και την γερμανική λέξη "Dach", που και οι δύο σημαίνουν "στέγη".

Η κυριολεκτική σημασία της λέξης «στέγη» είναι «κάτι που καλύπτει την κορυφή ή κάτι άλλο».

Αλλά και οι δύο λέξεις που αναφέρονται παραπάνω είναι... ομηρικές ελληνικές: Στέγη και Οροφή


Etymology of the word Roof

The word "roof" comes from the Old English word "hoof", which also means "roof".

The first recorded use of the word "roof" in English was in the 8th century.

The word "roof" is a Germanic word, and it is related to the Dutch word "dak" and the German word "Dach", both of which mean "roof".

The literal meaning of the word "roof" is "something that covers the top of something else".

 

LIDDELL & SCOTT - Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Ετυμολογία της λέξης Ερέφω : Σημαίνει στέγη = έρεψαν όροφον

ἐρέφω, μέλ. ἐρέψω, αόρ. αʹ ἤρεψα, Επικ. ἔρεψα· 

1. καλύπτω με στέγη, ἔρεψαν ὄροφον, έφτιαξαν στέγη, σε Ομήρ. Ιλ.· θάλαμον ἐρ., σε Ομήρ. Οδ. 

2. καλύπτω με στεφάνι, στεφανώνω, ανακηρύσσω, σε Σοφ.  Μέσ., στεφανώνομαι, αυτοανακηρύσσομαι, σε Ευρ.

 

Greek (Liddell-Scott)

ἐρέφω: παρατ. ἤρεφον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 54, ποιητ. ἔρεφον Πινδ. Ο. 1. 110: μέλλ. ἐρέψω Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 1110: ἀόρ. ἤρεψα Δημ. 426. 1 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ), Ἐπισκ. ἔρεψα Ὅμ. - Μέσ.: μέλλ. ἐρέψομαι Εὐρ. Βάκχ. 323: ἀόρ. ἠρεψάμην Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 159, κτλ., (κατ-) Ἀριστοφ. Σφ. 1294. - Παθ., πρκμ. ἤρεπται Φιλόστρ. 33. (Ἐντεῦθεν ὄροφος· πρβλ. ἐρέπτω καὶ περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ὄρφνη). Καλύπτω διὰ στέγης, καθύπερθεν ἔρεψαν... ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες, δηλ. ἐστέγασαν τὴν σκηνὴν διὰ καλάμων θερίσαντες αὐτοὺς ἐκ λειμῶνος (ἴδε Spitzner Exc. 36), Ἰλ. Ω. 450, πρβλ. Ὀδ. Ψ. 193, Ἰλ. Α. 39 (ἴδε ἐπερέφω)· τὰς γὰρ ὑμῶν οἰκίας ἐρέψομεν πρὸς ἀετὸν (ἴδε ἀετός ΙΙΙ), «στεγάσομεν πρὸς ἀέτωμα» (Ἡσύχ.). Ἀριστοφ. Ὄρν. 1110, πρβλ. Ἀποσπ. 54· ξύλοις ἤρεψε τὴν οἰκίαν Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ. 

2) καλύπτω διὰ στεφάνου, στέφω, ἐπιστέφω, Πινδ. Ο. 13. 46· ὧν (δηλ. τῶν κρατήρων) κρᾶτ’ ἔρεψον καὶ λαβὰς ἀμφιστόμους Σοφ. Ο. Κ. 473. - Μέσ., στέφω ἐμαυτόν, κισσῷ τ’ ἐρεψόμεσθα καὶ χορεύσομεν Εὐρ. Βάκχ. 323· ξανθὰ δ’ ἐρεψάμενοι δάφνῃ καθύπερθε μέτωπα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 159: πρβλ. ἐρέπτω. 

3) κοσμῶ ὡς διὰ στεφάνων ἀνθέων, ναὸν κρανίοις Πινδ. Ι. 4. 94 (3. 72): καθόλου, καλύπτω, λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον ὁ αὐτ. Ο. 1. 110.

 

Ετυμολογικό Μαντουλίδου

ἤ ἐρέπτω (=στεγάζω). Ρίζα ρεφ- ἤ ρεπ+ προθεματικό ε + ω ἐρέφ-ω καί ἐρέπτ-ω.

Παράγωγα: ὀροφή (= στέγη σπιτιοῦ), ὄροφος (= στέγη), (τά σύνθετα τοῦ ὄροφος γράφονται μέ ω και ὅταν ἡ προηγουμένη συλλαβή εἶναι βραχεία διώροφος, τριώροφος, κλπ.

ἐνῶ ὅταν εἶναι μακρά γράφονται μέ ο > ὑψόροφος, χρυσόροφος, ὑψηρεφής (μέ ψηλή στέγη), κατηρεφής, κλπ.

 

Dictionary of Standard Modern Greek

Όροφος

όροφος, ο:

1. το σύνολο των δωματίων ενός σπιτιού, των διαμερισμάτων μιας πολυκατοικίας ή γενικά των χώρων μιας οικοδομής που βρίσκονται στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο, στο ίδιο ύψος από το έδαφος· πάτωμα: Σπίτι με έναν όροφο, μονώροφο. 

2. για καθ' ένα από τα τμήματα ενός συνόλου, ιδίως μιας κατασκευής, τα οποία βρίσκονται το ένα επάνω στο άλλο.

 

Αρχαίες Πηγές:

Αίλιος Ηρωδιανός και Ψευδο-Ηρωδιανός, Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e coddParis. 2543 + 2570), σελ. 241,3:

Τὰ παρὰ τοῦ ὄροφος· οἷον· διώροφον· τριώροφον.

 

Φιλόξενος, Fragmenta, 231,2:

ὄρφνη = EM 634, 28: ὄρφνη· παρὰ τὸ ἐρέφω, ὅ ἐστι σκέπω, γίνεται ὀροφή, πλεονασμῷ τοῦ ν ὀροφνὴ καὶ συγκοπῇ ὄρφνη, ἡ σκέπουσα τὸ φῶς.

 

Θεοδόσιος Περὶ γραμματικῆς [Sp.] (fortauctore Theodoro Prodromo) (2020: 003), “Theodosii Alexandrini grammatica”, επιμGöttling, K. Leipzig, Libraria Dykiana, 1822σελ76,28:

ἀμφηρεφές τὸ ἐστεγασμένον οἴκημα παρὰ τὸ ἐρέφω, ὅθεν καὶ ὑψηρεφές.

 

Σχ. Ομήρου Ιλ. 1, 39b1, 1:
 ex. <ἔρεψα:> παρὰ τὸ ἐρέφω· ὅθεν καὶ Εἰραφιώτης ὁ Διόνυσος λέγεται· ἐστέφετο γὰρ κισσῷ· ἢ ἀπὸ τοῦ ἐρράφθαι αὐτὸν τῷ μηρῷ  τοῦ Διός· ἢ παρὰ τὸ ἐρίφῳ αὐτὸν συνανατραφῆναι· ἢ παρὰ τὸ ἐρίῳ  αὐτὸν πλέκεσθαι.

Ιλ. 24, 451, 4:
λέγει δὲ τὴν ἀπὸ τῆς καλάμης ὕλην, καὶ τῆς τούτων  κόμης. ὄροφος γὰρ εἶδος καλάμου πρὸ  ὀροφὴν ἐπιτηδείου.

Ιλ. 15, 653, 3:
τουτέστιν, ὑπὸ τὴν στέγην αὐτῶν ἐγένοντο.


ΣΟΥΔΑΣ

τέγος: > στέγη· ἢ ὑπερῷον, δωμάτιον, οἰκία πρόσγειος  ολλανδική λέξη "dak", γερμανική λέξη "Dach", κλπ.

 

Στέγη:

On Line Etymology Dictionary

Μετάφραση από τα Αγγλικά από τον Δημήτρη Συμεωνίδη

"εξωτερικό άνω κάλυμμα ενός σπιτιού ή άλλου κτιρίου", μεσοαγγλικά rof, από τα παλιά αγγλικά hrof "roof", επίσης "teiling", εξ ου και μεταφορικά "υψηλότερο σημείο, κορυφή, κορυφή" επίσης "heaventhe sky;" από το πρωτο-γερμανικό *khrofam (πηγή επίσης του παλαιού φρισικού ροφού "στέγη", μεσαίας ολλανδικής γλώσσας = στέγης, ρουφ "κάλυμμα, στέγη", στα Ολλανδικά roef "κατάστρωμα, καμπίνα, καπάκι από φέρετρο", μεσαίο ψηλό γερμανικό rof "ρετιρέ", Παλαιά Σκανδιναβική hrof «υπόστεγο σκαφών»).

Δεν υπάρχουν εμφανείς συνδέσεις εκτός γερμανικού. "Τα αγγλικά και μόνο έχουν διατηρήσει τη λέξη με μια γενική έννοια, για την οποία οι άλλες γλώσσες χρησιμοποιούν μορφές που αντιστοιχούν στο OE. þæc thatch" [OED]. Σημαίνει "κορυφή άμαξης, κλπ." είναι από το 1706. Η σημασία "πάνω μέρος του στόματος, ο σκληρός ουρανίσκος" ήταν στα όψιμα παλαιά αγγλικά (hrof ðæs muðes). Η ανύψωση της οροφής "δημιουργία αναστάτωσης" μαρτυρείται από το 1860, αρχικά στη νότια διάλεκτο των ΗΠΑ.

        στέγη (v.)

"προβλέπω στέγη για, καλύπτω με στέγη", αρχές 15c., rofen, από στέγη (n.). Σχετικά: Στέγες; στέγαση.

Επίσης από τις αρχές του 15ου αιώνα.

 

 On Line Etymology Dictionary

roof (n.)

"outer upper covering of a house or other building," Middle English roffrom Old English hrof "roof," also "ceiling," hence figuratively "highest point, top, summit" also "heaven, the sky;" from Proto-Germanic *khrofam (source also of Old Frisian rhoof "roof," Middle Dutch roofrouf "cover, roof," Dutch roef "deckhouse, cabin, coffin-lid," Middle High German rof "penthouse," Old Norse hrof "boat shed").

No apparent connections outside Germanic. "English alone has retained the word in a general sense, for which the other languages use forms corresponding to OE. þæc thatch" [OED]. Meaning "top of a carriage, etc." is by 1706. The meaning "upper part of the mouth, the hard palate" was in late Old English (hrof ðæs muðes). To raise the roof "create an uproar" is attested from 1860, originally in U.S. Southern dialect.

roof (v.)

"provide a roof for, cover with a roof," early 15c., rofen, from roof (n.). Related: Roofedroofing.

also from early 15c.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

        - Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (TLG)

        - Developing experts

        - LIDDELL & SCOTT - Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

        - Dictionary of Standard Modern Greek

        - On Line Etymology Dictionary

        - Δούκας K. «Λεξικόν Διεθνών Λέξεων του Ομήρου».

        - Κοφινιώτης Ευ. Κ. «Ομηρικόν Λεξικόν»


ΠΗΓΗΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ.


Διαβάστε επίσης:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου