Του Γιώργου Λεκάκη
Ένα φυλακτό, που χρονολογείται στον 4ο αιώνα μ.Χ., έχει αποκαλυφθεί σε ανασκαφές γύρω από την εκκλησία στον Αιδίλη[1] λόφο στην αρχαία πόλη της Αντιόχειας [νυν Yalvaç(*)] της Σπάρτης στα σύνορα Πισιδίας - Φρυγίας, της νοτιοδυτικής Ανατολίας, στον 38ο παράλληλο [38°17′44″N 31°10′48″E].
Ο M. Özhanli (του Πανεπιστημίου S. Demirel) είπε ότι το φυλακτό ανακαλύφθηκε κοντά στην τοποθεσία μιας εκκλησίας και πιστεύεται ότι το φορούσαν ως περιδέραιο.
Η μία πλευρά της πέτρας είναι χαραγμένη με την μορφή ενός καβουριού, ενώ η άλλη φέρει το όνομα ενός κοριτσιού και των γονιών της.
Εξήγησε επίσης ότι η λέξη καρκίνος, είναι η ελληνική λέξη για το «καβούρι», και άρα το περιδέραιο χρησιμοποιήθηκε, ως αποτροπαϊκό ή ιαματικό, για να περιγράψει τους καρκινικούς όγκους από τον Έλληνα ιατρό Γαληνό, εκ Περγάμου, τον 2ο αιώνα μ.Χ., ο οποίος είπε ότι τα αιμοφόρα αγγεία, που βρέθηκαν γύρω από τους καρκινικούς όγκους, έμοιαζαν με πόδια καβουριού!
Ο κ. Özhanli πιστεύει ότι ένας πατέρας έφτιαξε το περιδέραιο και το έδωσε στην άρρωστη κόρη του για να το φορέσει ως θεραπευτικό φυλακτό.
ΠΗΓΗ: "Pisidia Antiokheia'da kanser hastalığı için yapılmış tılsımlı kolye bulundu - Isparta'nın Yalvaç ilçesindeki Pisidia Antiokheia Antik Kenti'nde yapılan kazılarda milattan sonra 4. yüzyıla ait olduğu ve kanser hastalığı için yapıldığı değerlendirilen tılsımlı kolye bulundu", AA, 28.12.2024. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΤΙΣΜΟΥ, 29.12.2024.
(*) Η ιστορία της περιοχής χρονολογείται από την Ύστερη Νεολιθική περίοδο και την Χαλκολιθική Εποχή. Υπήρξε υπό περσική κυριαρχία (546 π.Χ.), μετά την ήττα του βασιλιά της Λυδίας, Κροίσου, από τον Πέρση βασιλιά Κύρο. Εντάχθηκε στην επικράτεια του Βασιλείου της Μακεδονίας[7*] από τον Μέγα Αλέξανδρο, υπό την διοίκηση της Δυναστείας των Αντιγονιδών, η οποία ιδρύθηκε από τον Αντίγονο Α' Μονόφθαλμο, μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου. Μετά τον θάνατο και του Αντιγόνου Α΄ Μονόφθαλμου στην Μάχη της Ιψού, περιήλθε στην κυριαρχία των Σελευκιδών. Επανακτίσθηκε από τους Σελευκίδες το 275 π.Χ. ως φυλάκιο κατά των Γαλατών. Με την Συνθήκη της Απάμειας (188 π.Χ.), πέρασε στο ελληνικό Βασίλειο της Περγάμου από τους Ρωμαίους, ως αντάλλαγμα για την βοήθειά τους. Το 129 π.Χ. οι Ρωμαίοι επιτέθηκαν στο Βασίλειο της Περγάμου και κατέλαβαν την περιοχή, την οποία και έδωσαν στο Βασίλειο της Καππαδοκίας. Τελικώς περιήλθε στην ρωμαϊκή κατοχή στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ. από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο. Η πόλις θεωρείται το τελικό σημείο του «Δρόμου του Απ. Παύλου», στην νυν έκταση της Τουρκίας. Η επίσκεψη πιθανώς υποκινήθηκε από το γεγονός ότι ο Σέργιος Παύλος, ο οποίος είχε προσηλυτιστεί πρόσφατα από τον απ. Παύλο, καταγόταν από την Αντιόχεια Πισιδίας. Αλλά το εάν ο απ. Παύλος επισκέφθηκε ο ίδιος την Αντιόχεια αργότερα (44 μ.Χ.), όταν ταξείδεψε μέσω της Γαλατίας, είναι αμφιλεγόμενο στην θεολογική έρευνα.
Το 395 μ.Χ. παρέμεινε στην επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως επαρχιακό και επισκοπικό κέντρο.
Οι άραβες κατέλαβαν την Αντιόχεια («πλησίον Πισιδίας» ή «εν Πισιδία») το 664 μ.Χ. Η πόλη κάηκε ολοσχερώς σε αυτές τις αραβικές επιθέσεις το 713 μ.Χ.
Στις νότιες πλαγιές των βουνών που σήμερα λέγονται Σουλτάν, κείται η αρχαία πόλη της Πισιδίας, Αντιόχεια (1 χλμ. βόρεια της συνοικίας Yalvaç). Οι ανασκαφές ξεκίνησαν το 1911 στον πευκόφυτο[4*] λόφο Karakuyu από τον W. M. Ramsay (Πανεπιστημίου Πρίνστον), από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν το 1924 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα και από το 2008 από το Πανεπιστήμιο S. Demirel). Έχουν ανακαλυφθεί οικισμοί της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού που χρονολογούνται από το 3000 π.Χ. Λέγεται ότι ιδρύθηκε από τον Αντίχιο Α', το 1000 π.Χ.
Αλλά πιο σημαντικό εύρημα είναι τα ερείπια του «Ιερού του θεού Μηνός[2]» (στα ΒΑ. της αρχαίας πόλεως της Αντιόχειας Πισιδίας), τουλάχιστον από το 400 π.Χ. Είναι μια από τις πιο αρχαίες δοξασίες των Ελλήνων της Ανατολίας: Κτίσθηκε στο όνομα των «του Θεού Μην [της Μήνης (= Σελήνης)»], που θεωρούνταν ο πολιούχος θεός της Αντιόχειας από την φρυγική[3] περίοδο και κράτησε έως την παλαιοχριστιανική περίοδο. Οι άνθρωποι που εγκαταστάθηκαν στην ακρόπολη την ελληνική εποχή έφεραν την λατρεία του Μήνα Ασκαίου / Ἀσκαηνού / Ασκαίνου[4], στην πεδιάδα της Πισιδίας, ως τον Πατρώο Θεό τους.[5] Στον ναό του εκτίσθη το Augusteum, αλλά υπάρχουν κάποια σημάδια αυτής της αρχαίας λατρείας, όπως τα βουκράνια μέσα τους βραχοτοίχους. [6] Θεωρείται το μοναδικό αρχαίο αστικοποιημένο θρησκευτικό κέντρο στον μικρασιατικό κόσμο! Ανακαλύφθηκε από τον Ramsay και την ομάδα του, ενώ ερευνούσαν την αρχαία Αντιόχεια. Επί του «Ναού του Μήνα», στον υψηλότερο λόφο, σε ένα από τα σημαντικότερα αρχαία θρησκευτικά κτήρια του ιερού χώρου, τους επόμενους αιώνες κτίσθηκαν εκκλησίες – σώζονται ερείπια.
Η πόλις είναι γνωστή και για τον ιστορικό υπεραιωνόβιο πλάτανο Çınaraltı, που βρίσκεται στο κέντρο της. Φυτεύτηκε το 1200 μ.Χ. και τέθηκε σε καθεστώς προστασίας στις 11.5.1992. Η πόλις είναι αδελφοποιημένη με την Βηθλεέμ της Παλαιστίνης.
Στο νησί Λιμένια[7], στο βόρειο τμήμα της λίμνης Hoyran του Eğirdir, 25 χλμ. δυτικά του Yalvaç, που περιβάλλεται από τείχη, υπήρχε ο ναός της Αρτέμιδος, που στην συνέχεια μετετράπη σε μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία. Και "Τα επίθετα της θεάς Αρτέμιδος".
Ο πρώτος που περιέγραψε την Αντιόχεια ήταν ο Βρετανός ιερέας Arundel, ο οποίος εδημοσίευσε τις σημειώσεις του για τις «Επτά Εκκλησίες της Ανατολίας» το 1828.
Η πρώτη φυλή κατακτητών, των Oghouze, που εγκαταστάθηκε στην περιοχή ονομαζόταν Yalvaç. Αυτή μετονόμασε την Αντιόχεια Πισιδίας > Yalvaç = προφήτης, αγγελιαφόρος, οδηγός < τουρκ. yalavı = μαγεία > yalavaç (βλ. Ziya Gökalp) > Yalabaç = πρεσβευτής, αγγελιοφόρος, διπλωμάτης, δημόσιος υπάλληλος (μνημεία Orhun, Kutadgu Bilig) > Yalvaçliler (φυλή Ογκούζ) > Yalvaç.
Σημαντικά αξιοθέατα της πόλεως επίσης θεωρούνται το Παλαιό χαμάμ (Eski hamam), οθωμανικής παράδοσης και το Τζαμί Devlethan, αδελφού του σουλτάνου της Κιλικίας των Ρωμιών, Αρσλάν Β΄. Κτίσθηκε τον 14ο αιώνα και έχει αναστηλωθεί πολλάκις.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκακης "Η άγνωστη Μικρά Ασία".
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Durand G. «Ettore Catalano, The nyctomorphic symbols», στο «The anthropological structures of the imagination: introduction to the general archetypology», 6η έκδ., σελ. 95, εκδ. Dedalo, 1987.
- Lane E. N. «Corpus Monumentorum Religionis Dei Menis» (CMRDM), Etudes préliminaires aux Revolutions orientales dans l'Empire Romain, 4 τόμοι, εκδ. Brill, Leiden 1971 - 1978.
- Hardie M. M. «The shrine of Mên Askaenos» στο Journal of Hellenic Studies τ. 32, 1912.
- Popko M. Religions of ancient Anatolia, Βαρσοβία, 1980, σελ. 257 - 259. Του ιδίου «Πεποιθήσεις των λαών της αρχαίας Μικράς Ασίας», Βαρσοβία, 1989. Του ιδίου «Religions of Minor Asia», Βαρσοβία, 1995.
- Ramsay W. M. στο Journal of Roman Studies, 1926, σελ. τόμος XVII (1927), σελ. 112.
[1] αἰδίλης - SEG 6.555 (Πισιδίας 2ος αι.) > aedilis, aedili, aedile, aedes, œdile: Έφορος του Άδη[5*]. Στην Ρώμη δικαστής, που είχε την εποπτεία των εξόδων κηδειών, δημόσιων κτηρίων και έργων, όπως ναών, θεάτρων, λουτρών, υδραγωγείων, υπονόμων, δρόμων, κλπ. επίσης των ιδιωτικών κτηρίων, των αγορών, των προμηθειών, των ταβερνών, των σταθμών και των μέτρων (αγορανόμος), και άλλων παρόμοιων λειτουργιών της αστυνομίας. Οι curule ædiles (ήταν δύο), εξέθεταν τα δημόσια θεάματα και ήλεγχαν ποιοι κάνουν υπέρογκα έξοδα, για να ετοιμάσουν τον δρόμο τους για ανώτερα αξιώματα. Επιθεωρούσαν τα έργα, πριν από την έκθεσή τους, στα θέατρα, και αντάμειβαν ή τιμωρούσαν τους ηθοποιούς. Έδιναν όρκο (ορκωτοί λογιστές) πως θα αποφασίζουν αμερόληπτα, Plaut. Οι aediles plebeii (επίσης δύο) είχαν ιερό καθήκον να διαφυλάξουν τα διατάγματα της Συγκλήτου και του λαού στον ναό της Δήμητρος / Ceres, και σε μεταγενέστερη εποχή στο δημόσιο ταμείο. Το γραφείο των aediles curules (ελέγετο sella curulis, από το κάθισμα στο οποίο κάθονταν για την κρίση (v. curulis) - οι aediles plebeii κάθονταν μόνο σε παγκάκια (subsellia). Ο Ιούλιος Καίσαρ / Julius Cæsar εδημιούργησε επίσης το γραφείο των δύο aediles Cereales, που είχαν την εποπτεία των δημόσιων σιταποθηκών και άλλες διατάξεις. Οι ελεύθερες πόλεις είχαν επίσης τους ædiles τους, που ήταν συχνά οι μόνοι δικαστές τους.
[2] Ο θεός Μάνης Ουρανός ήταν ο πρώτος βασιλιάς(***) και ο πατέρας του θεού Κρόνου του Ελληνικού Πανθέου. Αυτός ταξείδεψε και εκπολίτισε όλον τον πλανήτη. Και παντού τον θυμούνται και τον μνημονεύουν, με ονόματα παραφρασμένα, διαστρεβλωμένα, μα με ίδια ουσία. Είναι το κοινό πελασγικό – πρωτοελληνικό υπόβαθρο όλης της Γης.
Από την ρίζα Μα > Με προέκυψε η πρώτη Μητέρα Θεά, το νυχτερινό αστέρι (me), αλλά και οι λέξεις μέτρο και μέτρηση, αφού πρώτα ο χρόνος μετριόταν με τους κύκλους της Μήνης > μήνας – βλ. και G. Durand. Ως Μην, ήταν ο προφητικός θεός που εορταζόταν ιδιαιτέρως στην Αντιόχεια Πισιδίας, ως προστάτης των αδυνάτων και των καταπιεσμένων, έφορος της τήρησης του κύκλου των μηνών (που σχετίζεται με το lunation και την έμμηνο ρύση), με ευεργετική επίδραση στην ανάπτυξη φυτών και ζώων, φύλακας τάφων[5*], κ.ά.
Ο αρχαίος Έλλην γεωγράφος Στράβων τονίζει ότι αυτή η θεότητα συνδέεται με την θεά της Μήνης = Σελήνης και έχει φρυγική – δηλ. [7*]μακεδονο-θρακική[6*] καταγωγή. Ιδία στην Αντιόχεια Πισιδίας ονομαζόταν Μήν Ἀρκαίος – δηλ. αρχαίος, αρχικός / Mên-Arcaeus.
Ο Μάνης / Μην επονομαζόταν και «άρχοντας των ουρανών», «Ουράνιος», «Ηγεμόνας του Κάτω Κόσμου»[5*], «Καταχθόνιος», «Κύριος», «Τύραννος», «Φωσφόρος» (στην Παμφυλία), «Φαρνάκος» (στον Πόντο), «Ασκαίος» (στην Αντιόχεια Πισιδίας).
Στην Αντιόχεια υπήρχαν πολλοί ιερόδουλοι (= υπηρέτες του ιερού) στην γύρω περιοχή. Ο ρόλος του αρχιερέα του Μήνα καταργήθηκε με τον θάνατο του Αμύντα της Γαλατίας, όταν η Παμφυλία έγινε ρωμαϊκή επαρχία.
Η λατρεία του Μήνα εξαπλώθηκε:
- στην Λαοδίκεια (νυν Denizli), και σε μια αρχαία ελληνική πόλη που ονομάζεται Καρούρα (νυν Sarayköy, κοντά στην συμβολή των ποταμών Λύκου (Çürüksu Çayı) και Μαιάνδρου, γεμάτη από ιαματικές πηγές, που χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα.
- στην Καρία, το ιερόν της Κάριας Μήνης, στα σύνορα Καρίας - Λυδίας.
- στο Βασίλειο του Πόντου, όπου ναός αφιερωμένος στον θεό Μήνα (ήταν γνωστός ως Μην Φαρνάκου) και την θεά της Σελήνης, Μήνη (στην Αμερία, κοντά στην Καβείρα). Ο ναός κτίσθηκε, πιθανώς, από τον Φαρνάκη Α΄ (2ος αιώνα π.Χ.). Η λατρεία του Μήνα Φαρνάκου στον Πόντο πιστοποιείται από εμφάνιση του μοτίβου της ημισελήνου και αστεριού στα νομίσματά του.
- στην Αττάλεια και την Ανάβουρα (Πισιδίας), είχε μάλλον και μαντείο που εξέδιδε χρησμούς.
- στην Αθήνα, όπου τον 3ο αιώνα επιβεβαιώνεται η λατρεία της Μήνας στην Αττική, όπου ήταν δημοφιλής στους δούλους.
- στα νησιά Ρόδος, Δήλος, Θάσος[7*] - η λατρεία επιβεβαιώνεται από επιγραφές.
Οι παραστάσεις του θεού χρησιμοποιούν σεληνιακά σύμβολα: Μισοφέγγαρο, που προεξέχει από τους ώμους του, σχηματίζοντας δύο μινωικά ταυροκέρατα. Φορά φρυγικό πίλο / σκουφάκι, περίτεχνη ενδυμασία με μανίκια, παντελόνι, χιτώνα και πανωφόρι. Κρατά συνήθως σκήπτρο, πατάρα ή κουκουνάρα[4*]. Εμφανίζεται και όρθια και καβάλα, πάνω σε άλογο(*), ή κριάρι ή κόκορα, ή πάνθηρα, ή λιοντάρι, ή ταύρο – και περιστασιακά πλαισιωμένος από λιοντάρια ή πατά κεφάλι βοδιού. Στα ρωμαϊκά χρόνια συνόδευε την θεά Νίκη. Οι Ρωμαίοι τον είπαν LUS (Lunae Votum Solvit - παραλλαγή του θηλυκού λατινικού ουσιαστικού luna = μήνη), όνομα που δεν επέτρεπε να αναφέρεται ρητώς το φύλο του θεού. Η θεότητα της Σελήνης είναι θηλυκή, υπόκειται πάντα σε γυναίκες, αλλά ένας άνδρας θα κυριαρχεί στην γυναίκα, όπως η Γη κυριαρχεί στην Σελήνη – βλ. Historia Augusta.
Οι εορτές του ήταν μυστήρια της ελληνικής Μικράς Ασίας ενώ και η κατοπινή λατρεία της Κυβέλης και του Άττυος συχνάκις ταυτιζόταν με τον / την Μήνα – βλ. επιγραφές σε Ρώμη και Όστια.
Οι αναπαραστάσεις του συγκρίνονται με εκείνες του θεού Μίθρα και της ζωροαστρικής θεότητας του φεγγαριού, Mah.
Εικονίζεται σε νόμισμα της Αντιόχειας (τέλους του 2ου αι.), της ρωμαϊκής κατοχής της Άγκυρας (μέσα 3ου αι.). Ανάγλυφο του Μήνα υπάρχει στο Βρετανικό Μουσείο, στο Μουσείο Λούβρου (από την Ταρσό Κιλικίας του 1ου αι. π.Χ.). Ευρέθησαν δε μέχρι και στην Gaba Παλαιστίνης και την Έσβο Αραβίας.
Ο θεός Μην (> Μεν / Μεις**) [IG2². 1365, 1366] ταυτίζεται με τον Άττυ της Φρυγίας, με τον Σαβάζιο[6*] της Θράκης και με την θεά του φεγγαριού Μα των Κομάνων > λατινικά Mensis, αλλά και Meis, Mis, Mannes, Manes, Masnes (λυδο-φρυγ.). Ίσως και με τον σεληνιακό θεό Μάο των Περσών (και την θεά Αναχίτα), την θεότητα του φεγγαριού Ερμή (Άρμα της Λυδίας), την θεότητα måŋha (αβεστ.), τον θεό Nanna ή Sîn (της Βαβυλώνος Μεσοποταμίας), που λάτρευαν στις Χαρραί / Carrhae / Harran, όπου είχε επισκεφτεί ο αυτοκράτωρ Καρακάλλας λίγο πριν σκοτωθεί…
Από τον θεό Μήνα / την θεά Σελήνη > αγγλ. Moon, αρχ. αγγλικά Mona, Mond, γοτθ. Mene, κλπ.
Το ελληνικό θηλυκό δίπολό του είναι η θεά Σελήνη και η Εκάτη.
(*) Τέτοια παράσταση σε αγαλματίδιό του, από τερακότα, υπάρχει στο Μουσείο A. M. Sackler, στο Πανεπιστήμιο Harvard (2012.1.1), και είναι του 3ου αιώνα μ.Χ.
(**) βλ. Supp.Epigr. 4.647.2, 648.3 Λυδίας.
(***) Και ο πρώτος βασιλιάς της Κρήτης ονομαζόταν Μίνως και της Αιγύπτου ελέγετο Μεν.
[4*] Το κουκουνάρι είναι το κωνάριον / θύρσος, μετέπειτα σύμβολο του θεού Διονύσου[6*].
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκακης "Η άγνωστη Μικρά Ασία". Γ. Λεκάκης "Λεξικο παραδόσεων".
[3] Υπάρχουν και αρχαίοι τάφοι, φρυγικής προέλευσης, που έχουν περίτεχνο αέτωμα. Μερικοί από αυτούς τους τάφους χρησιμοποιήθηκαν ως εκκλησίες κατά την βυζαντινή περίοδο.
[4] Με το επίθετο αυτό απαντάται και στην Αφροδισιάδα Καρίας - βλ. Στρ.12.3.31, cf. SEG 31.1138, 1145. Και Γ. Λεκάκη «Η άγνωστη Μικρά Ασία».
[5] Βλ. Taşlıalan, 1988.
[6] Βλ. Taşlıalan, 1988.
[7] 38° 15′ 36″ N, 30° 53′ 11″ E.
arxeion-politismou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου