Amfipoli News: Η αρχαία ελληνική πόλη, Ελίνα, στην Θεσπρωτία με τρεις ακροπόλεις και εξαιρετική θέα σε Κέρκυρα, Παξούς, Αντίπαξους και Λευκάδα! Και το αρχαίο λιμάνι στην Σκάλα Ελληνικού

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

Η αρχαία ελληνική πόλη, Ελίνα, στην Θεσπρωτία με τρεις ακροπόλεις και εξαιρετική θέα σε Κέρκυρα, Παξούς, Αντίπαξους και Λευκάδα! Και το αρχαίο λιμάνι στην Σκάλα Ελληνικού

Της αρχαιολόγου Κασσιανής Λάζαρη

Ο αρχαιολογικός χώρος του Δυμοκάστρου βρίσκεται σε λόφο νότια του όρμου Καραβοστάσι στην Πέρδικα Θεσπρωτίας. Πρόκειται για τειχισμένο παράλιο οικισμό, ο οποίος έχει ταυτιστεί από τον Ν. Hammond και τον Σ. Δάκαρη με την αρχαία Ελίνα[1]. Το όνομα είναι παράγωγο του εθνικού ονόματος Ελινοί[2], γνωστού από τον Στ. Βυζάντιο θεσπρωτικού φύλου, το οποίο θεωρείται ότι κατοικούσε στην περιοχή Μαργαριτίου - Πλαταριάς - Πέρδικας

Εάν ο χώρος αυτός αξιοποιηθεί καταλλήλως, θα προσδώσει πολλά,

στον ήδη αναπτυγμένο τουριστικό προορισμό της Πέρδικας.

Ο τειχισμένος οικισμός δημιουργείται κατά την περίοδο των ύστερων κλασσικών χρόνων. Το μεγαλύτερο μέρος των τειχών χτίστηκε κατά τον ύστερο 4ο π.Χ. αιώνα (περίμετρος 1.600 μ.), συγχρόνως με αυτά των άλλων μεγάλων αρχαίων οικισμών της Θεσπρωτίας, της Ελέας, των Γιτάνων και της Φανοτής (Ντόλιανης). Την περίοδο αυτή η έκταση του οχυρωμένου οικισμού ήταν 70 στρ.

Κατά την ελληνιστική εποχή, η οχύρωση επεκτείνεται προς τα δυτικά, περικλείοντας επιπλέον έκταση 150 στρ. περίπου και καταλήγοντας στην ακτή, σε ένα αρκετά ασφαλισμένο μικρό λιμάνι, την Σκάλα Ελληνικού. Ο οικισμός ακμάζει κατά τον 3ο και 2ο αι. π.Χ. Το 167 π.Χ. καταστράφηκε ύστερα από την επίθεση των ρωμαϊκών λεγεώνων του Αιμίλιου Παύλου, σε αντίθεση, όμως, με άλλους οχυρωμένους οικισμούς της Θεσπρωτίας - λόγω της καίριας θέσης του για τον έλεγχο των θαλάσσιων οδών του Ιωνίου - δεν εγκαταλείφθηκε, αλλά συνέχισε να κατοικείται και μέχρι και τον 1ο αι. μ.Χ.

H θέση του οχυρωμένου οικισμού είναι εξαιρετική, δίπλα στον όρμο Καραβοστάσι[3], ο οποίος στην αρχαιότητα θα πρέπει να εισχωρούσε βαθύτερα στον κάμπο, δημιουργώντας ένα μεγάλο φυσικό λιμάνι, όπως δηλώνει και το νεότερο όνομά του.

Από τον ίδιο τον οικισμό, ο οποίος φαίνεται να ήταν στραμμένος προς τη θάλασσα, έχει κανείς εξαιρετική θέα (παραπάνω φωτογραφία) προς το νότιο τμήμα της Κέρκυρας, τους Παξούς, τους Αντίπαξους και την Λευκάδα.

Το όμορφο μονοπάτι ανάβασης στο Δυμόκαστρο.

Η ανάβαση είναι σχετικώς δύσκολη. Αλλά μέσα σε δάσος βελανιδιάς.

Από την παραλία περίπου 20-30΄ πεζοπορία μέχρι την κορυφή.

Από το καλοκαίρι του 2000, μετά τον εντοπισμό τριών λαθρανασκαφών στο υψηλότερο σημείο της οχύρωσης, ξεκίνησε σωστική ανασκαφή στον αρχαίο οικισμό. Η έρευνα αυτή συνεχίστηκε τα έτη 2001 - 2002 και οδήγησε στην μερική αποκάλυψη κάποιων - ήδη από πριν εν μέρει ορατών - κτηρίων. Κατά τα έτη 2002 - 2008 πραγματοποιήθηκαν στο χώρο εργασίες ανάδειξης, που επικεντρώθηκαν στις δύο ανώτερες «ακροπόλεις» του οικισμού και περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, τον καθαρισμό από την οργιώδη βλάστηση, την απομάκρυνση των λιθοσωρών και των επιφανειακών χωμάτων που κάλυπταν τα τείχη και τα αρχαία κτήρια, την διαμόρφωση της διαδρομής των επισκεπτών, την στερέωση τοίχων των αρχαίων κτηρίων, την τοποθέτηση προστατευτικών στεγάστρων και την συντήρηση των πολυάριθμων κινητών ευρημάτων (παρακάτω φωτογραφία).

Ο οχυρωμένος οικισμός του Δυμοκάστρου, που αναπτύσσεται στο ομαλό τμήμα του λόφου, νότια του όρμου Καραβοστάσι της Πέρδικας, έχει έκταση 220 στρ. και συνολική περίμετρο τείχους 3.400 μ. Το τείχος περιβάλλει τον οικισμό από την ανατολική και βόρεια πλευρά, ενώ η νότια και η δυτική, φυσικά οχυρές και δυσπρόσιτες, προστατεύονται από τείχος στα βατά μόνο σημεία τους.

Η οχύρωση αποτελείται από τρία συνεχόμενα τμήματα, στα οποία ο πρώτος μελετητής του χώρου Σ. Δάκαρης έδωσε συμβατικές ονομασίες: τα δύο ανατολικά (Ακροπόλεις Α και Β), με περίμετρο 1.600 μ., εντάσσονται χρονολογικά στον 4ο αι. π.Χ., ενώ το δυτικό (Ακρόπολη Γ), με περίμετρο 1.400 μ., είναι κατασκευασμένο κατά τους ελληνιστικούς χρόνους.

Η οχύρωση, επιμελημένης κατασκευής στο μεγαλύτερο τμήμα της, σώζεται σε καλή κατάσταση. Τα τείχη, κατασκευασμένα από ντόπιο ασβεστόλιθο, ακολουθούν το πολυγωνικό σύστημα τοιχοποιίας και στο καλύτερα σωζόμενο τμήμα τους φτάνουν σε ύψος τα 4 μ., ενώ το πάχος τους κυμαινόταν μεταξύ 2 - 4 μ. 

Πύργοι και θλάσεις ενισχύουν την αμυντική τους ικανότητα. 

Η κύρια πύλη του οικισμού βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της Ακρόπολης Α, ενώ μία δεύτερη πυλίδα στο βορειοδυτικό άκρο της οχύρωσης της κορυφής του λόφου εξυπηρετούσε τη μετάβαση από το χώρο της Ακρόπολης Α σε αυτόν της Ακρόπολης Β. Επί πλέον ανοίγματα, που εντοπίζονται σε διάφορα σημεία της οχύρωσης, θα επέτρεπαν την επικοινωνία των τριών ακροπόλεων, ενώ μία ακόμα πύλη τοποθετείται πιθανότατα στο βορειοδυτικό άκρο της Ακρόπολης Γ, ώστε να εξασφαλίζεται η επικοινωνία με το αρχαίο λιμάνι στη Σκάλα Ελληνικού.

Η Ακρόπολη Α αποτελεί το κατ' εξοχήν δομημένο τμήμα του αρχαίου οικισμού και, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τον οικιστικό και διοικητικό πυρήνα του. Η χωροταξία της δεν στηρίχθηκε σε οργανωμένο πολεοδομικό σχεδιασμό, αλλά καθορίστηκε από την φυσική διαμόρφωση του εδάφους. Ο οικισμός αναπτύσσεται σε τεχνητά διαμορφωμένα άνδηρα που συγκρατούνται από ισχυρούς αναλημματικούς τοίχους και διασχίζεται από δίκτυο δρόμων. Τα κτήρια ήταν κατασκευασμένα από ντόπιο ασβεστόλιθο, συχνά εν μέρει ή ολόκληρα λαξευμένα στο φυσικό βράχο, τα περισσότερα με ορθογώνια ή τραπεζιόσχημη κάτοψη, ενώ διακρίνονται και κάποια με πιο σύνθετη μορφή, οι χώροι των οποίων αναπτύσσονται γύρω από περίστυλη αυλή. Τα κτήρια με επιμελέστερη κατασκευή διέθεταν συνήθως βοτσαλωτά δάπεδα και τοίχους καλυμμένους με χρωματιστά επιχρίσματα.

Για τις εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων προοριζόταν μία στοά στο βόρειο άκρο της Ακρόπολης Α. Μία δεύτερη στοά λίγο νοτιότερα σχετίζεται με ένα ευρύτερο συγκρότημα θρησκευτικού χαρακτήρα, αποτελούμενο από δύο μικρούς δίχωρους ναούς με πρόναο και σηκό. Ένα ακόμη ιερό του οικισμού εντοπίζεται στην Ακρόπολη Β και έχει τριμερή εσωτερική διαίρεση και δύο βοηθητικά δωμάτια. Στα ανατολικά του υπάρχει λαξευμένος στον βράχο βωμός.

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του οικισμού αποτελούν οι τρεις, λαξευμένες στον βράχο, κυκλικές δεξαμενές για την συγκέντρωση του βρόχινου νερού.

Την εικόνα της κατοίκησης συμπληρώνει ο ταφικός τύμβος, τμήμα του αρχαίου νεκροταφείου, που βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου, εκτός των τειχών.

ΠΗΓΗΥΠΠΟΑ, ΕΦΑ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ. Γ. Λεκάκης «Συγχρονης Ελλαδος περιηγησις».  ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 7.11.2018.

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:

[1] Αναφέρεται σε μολύβδινη επιγραφή από τη Δωδώνη.

ΣΧΟΛΙΑ Γ. Λεκάκη:

[2] ἕλινος / ἐλινός /αἴλινος = άμπελος (< αμφί + ελίσσομαι) 

        > ἑλινοί / ελενοί = τα κλήματα τῶν ἀμπέλων 

(< ελίσσω, έλικας, έλιξη > ελινοφόρος, ελινότροπος = η θεά Ισις, λόγω των πολλών μπούκλων στο μαλλί της - Hymn. Is .18 (Άνδρος) και η ἑλένη ἕλιξ, ἕλμις (σκώληξ), εἰλέω (> ειλεός), Fέλιν / γέλιν, κλπ. 

Και ἡ τῶν ἱστουργούντων ᾠδὴ. 

Η λέξις είναι πελασγική και θεωρείται και η πελασγική ετυμολογία της Ελλάδος = γη των αμπελιών / αμπελότοπος!

- ἐλινή ἢ μελίνῃ (λακωνωνικά) ή ἐλίμαρ, ο κέγχρος.

- ελινοκόκκιον = λίγο κοκκινωπό αλάτι, ίσως νίτρον ["νίτρου ὑαλίζοντος" - Moses, 314.14].

- ἐλινύειν = σχολάζειν, λήγειν [ὀκνεῖν, ἀναπαύεσθαι, στραγγεύεσθαι, ἢ διατρίβειν [AS(g)] > ἐλινύων, ο ἀναπαυόμενος [ASn] > ἑλινύες, -αἱ = ἡμέραι ἀναπαύσεως. 

- Ἐλινύμενος, ο Ζεὺς ἐν Κυρήνῃ.

ΠΗΓΗ: Φιλητάς 43. Νικ. Αλεξιφ. 180-181. Οππ. Κυνηγ. 4.262. D. Pερ. 1157. Νόννος Διον. 12.299. ΕΜ. Ησύχ. Αθην. XIV,618. Ευστάθ.

[3] Στην βόρεια άκρη του, υπάρχει μικρό θαλασσοσπήλαιο (γνωστό ως Μικρή Σπηλιά - παραπάνω φωτογραφία) και στον βυθό διακρίνονται αρχαία λείψανα λιμανιού.

arxeion-politismou.gr

Διαβάστε επίσης:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου