Amfipoli News: Η «γαλλική» λέξη mouche είναι πανάρχαια ελληνική και μάλιστα ομηρική

Σάββατο 26 Απριλίου 2025

Η «γαλλική» λέξη mouche είναι πανάρχαια ελληνική και μάλιστα ομηρική

 


Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP

Δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.

(Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)

Ομήρου Ιλιάς Ρ,570

καί οἱ μυίης θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν,

ἥ τε καὶ ἐργομένη μάλα περ χροὸς ἀνδρομέοιο

ἰσχανάᾳ δακέειν, λαρόν τέ οἱ αἷμ’ ἀνθρώπου·

 Απόδοση Ι. Πολυλά:

και μέσα τον εγέμισε με πείσμα ως έχ’ η μύγα,

που όσο την διώχνουν στο κορμί το ανθρώπινο κολλάει

να το δαγκάνει και πολύ το αίμ’ αγαπά του ανθρώπου.

Ορφικά[1]/ ΟΡΦΕΩΣ ΛΙΘΙΚΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ / Orphica, Lithica kerygmata “Les lapidaires grecs”, Ed. Halleux, R., Schamp, J. Paris: Les Belles Lettres, 1985, 48,12:

Ομοίως δὲ καὶ μυίαις ἀντιπάσχει ἄκρως· ἐαν γὰρ [γάλακτι καὶ μέλιτι ἐπιχρίσῃς],  μυῖα τὸν φοροῦντα τοῦτον, οὐ καθιστήσεται μυῖα ἐπ’  αὐτόν.

Από την Ουρανομετρία τον Άτλαντα του Ουρανού που συνέταξε ο Γ Μπάγερ το 1603 Η Μυΐα συνορεύει με τους αστερισμούς Νότιο Σταυρό Κένταυρο Τρόπιδα Χαμαιλέοντα Πτηνόν και Διαβήτη

Η Ομηρική και Ορφική[1] λέξη μυῖα είναι πανάρχαια λέξη. Όλα τα σύγχρονα λεξικά μας λένε ότι η λέξη είναι λατινική (από το musca) και ότι η ρίζα της, είναι… πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (sic). Δηλαδή οι Ρωμαίοι ήρθαν σε επαφή με τους… Ινδοευρωπαίους και μάλιστα με τους Πρωτοινδοευρωπαίους (άραγε σε ποια χώρα ζούσαν οι περίφημοι Ινδοευρωπαίοι πήραν την ρίζα της λέξης και έφτιαξαν την λέξη musca. Κατόπιν οι Γάλλοι έφτιαξαν την λέξη mouche

Ευτυχώς, όμως, έχουμε τo δίτομο Γαλλικό Λεξικό του 1809, με όλες τις γαλλικές λέξεις, που προέρχονται από τα Ελληνικά, το οποίο μας αναφέρει πολύ καθαρά ότι ή λέξη αυτή έχει αρχαία Ελληνική προέλευση: Mouche s.f. φτερωτό έντομο, στα λατινικά muscaπου προέρχεται από το ελληνικό μυῖα (muia), που σημαίνει το ίδιο πράγμα. Παράγωγα. Moucheron υποκοριστικό της μύγας; Mouchard et Mouche, κατάσκοπος της αστυνομίας που ονομάζεται έτσι επειδή οι κατάσκοποι πηγαίνουν από άκρη σε άκρη σαν τις μύγες ψάχνοντας την τροφή τους…

LIDDELL & SCOTT – Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας:

μυῖα, ἡ, μύγα, Λατ. musca, σε Ομήρ. Ιλ.· παροιμ., μυίης θάρσος, λόγω της υπερβολικής θρασύτητάς της, στο ίδ.

Dictionnaire étymologique des mots françois dérivés du grecβ΄ τόμοςParis1809:

MOUCHE, s.f. insect ailé; en latin musca,qui vient du grec μυῖα (muia),signifant la même chose. dérivés. Moucheron, diminutif de mouche; Mouchard et Mouche,espion de police ainsi nommé parce que les espions vont de côté et d’autre comme les mooches qui cherchent leur nouriture

Μετάφραση στα Ελληνικά από τον Δ. Συμεωνίδη:

Mouche , s.f. φτερωτό έντομο, στα λατινικά musca, που προέρχεται από το ελληνικό μυῖα (muia), που σημαίνει το ίδιο πράγμα. Παράγωγα. Moucheron υποκοριστικό της μύγας; Mouchard et Mouche, κατάσκοπος της αστυνομίας που ονομάζεται έτσι επειδή οι κατάσκοποι πηγαίνουν από άκρη σε άκρη σαν τις μύγες ψάχνοντας την τροφή τους

Όλα τα Αγγλικά Λεξικά μας δίδουν την παρακάτω ετυμολογία – μετάφραση στα Ελληνικά από τον Δ. Συμεωνίδη:

Η γαλλική λέξη “mouche” (μύγα) έχει την προέλευσή της στα λατινικά. Ανάγεται στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mus-, *mu- ή *mew-, η οποία εξελίχθηκε στη λατινική λέξη «musca» (μύγα). Αυτός ο λατινικός όρος στη συνέχεια έγινε “mousche” στα παλιά γαλλικά, που τελικά εξελίχθηκε στο σύγχρονο γαλλικό “mouche”

Αγγλικόν κείμενον: The French word “mouche” (fly) has its origins in Latin. It traces back to the Proto-Indo-European root *mus-, *mu-, or *mew-, which evolved into the Latin word “musca” (fly). This Latin term then became “mousche” in Old French, which eventually evolved into the modern French “mouche

Τα συνηθισμένα Γαλλικά Λεξικά μας δίδουν την παρακάτω ετυμολογία – μετάφραση από τα Γαλλικά από τον Δ. Συμεωνίδη:

Η γαλλική λέξη “mouche” για το έντομο προέρχεται από το λατινικό “musca”, που σημαίνει επίσης “μύγα”. Αυτός ο όρος έχει εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου για να αναφέρεται κυρίως σε έντομα της τάξης των Δίπτερων, αλλά κάποτε χρησιμοποιήθηκε για μια ευρύτερη ποικιλία ιπτάμενων εντόμων. Με την μορφή «musche» από το λατινικό mŭsca. Το τελευταίο είναι παράγωγο της ινδοευρωπαϊκής ρίζας «mu» στην οποία έχει προστεθεί το υποκοριστικό -co / -ca. Αυτή είναι πιθανώς μια ονοματοποιία που συνδέεται με το βουητό των εντόμων.

Το Γαλλικό κείμενο: Le mot français “mouche” pour désigner l’insecte vient du latin “musca”, qui signifie également “mouche”. Ce terme a évolué à travers le temps pour désigner principalement les insectes de l’ordre des diptères, mais il a autrefois été utilisé pour une plus grande variété d’insectes volants Sous la forme « musche » issue du latin mŭsca. Ce dernier est un dérivé de la racine indoeuropéenne « mu » à laquelle s’est ajoutée le diminutif -co / -ca. Il s’agit sans doute d’une onomatopée liée au bourdonnement des insectes

Αίσωπος (620 περ. π.Χ.) – Αισώπου Μύθοι : Μυῖα – απόδοση:

Μία μύγα έπεσε μέσα σε μία κατσαρόλα γεμάτη κρεατόσουπα, ρούφηξε ρούφηξε, αλλά δεν μπορούσε να βγει από εκεί, οπότε οπωσδήποτε θα πνιγόταν. Τότε είπε: «Αφού έχω καλοχορτάσει από φαΐ, από ποτό, και έχω κάνει μπάνιο δεν με νοιάζει κι αν πεθάνω»

Αρχαίον κείμενον: Μυῖα ἐμπεσοῦσα εἰς χύτραν κρέως, ἐπειδὴ ὑπὸ τοῦ ζωμοῦ ἀποπνίγεσθαι ἔμελλεν, ἔφη πρὸς ἑαυτήν· «Ἀλλ’ ἔγωγε καὶ βέβρωκα καὶ πέπωκα καὶ λέλουμαι· κἂν ἀποθάνω, οὐδέν μοι μέλει.» Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ῥᾴδιον φέρουσι τὸν θάνατον οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἀβασανίστως παρακολουθήσῃ.

Λουκιανός ο Σαμοσατεύς (125-180 μ.Χ.) Μυῖας Εγκώμιον

ΜΥΙΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ: Η μυῖα ἔστι μὲν οὐ τὸ σμικροτάτον τῶν ὀρνέων, ὅσον ἐμπίσι καὶ κώνωψι καὶ τοῖς ἔτι λεπτοτέροις παραβάλλειν, ἀλλὰ τοσοῦτον ἐκείνων μεγέθει προὔχει ὅσον αὐτὴ μελίττης ἀπολείπεται. ἐπτέρωται δὲ οὐ κατὰ τὰ αὐτὰ τοῖς ἄλλοις, ὡς τοῖς μὲν ἁπανταχόθεν κομᾶν τοῦ σώματος, τοῖς δὲ ὠκυπτέροις χρῆσθαι, ἀλλὰ κατὰ τὰς ἀκρίδας καὶ τέττιγας καὶ μελίττας ἐστὶν ὑμενόπτερος, τοσοῦτον ἁπαλώτερα ἔχουσα τὰ πτερὰ ὅσον τῆς Ελληνικῆς ἐσθῆτος ἡ ᾿Ινδικὴ λεπτοτέρα καὶ μαλακωτέρα· καὶ μὴν διήνθισται κατὰ τοὺς ταῶνας, εἴ τις ἀτενὲς βλέποι ἐς αὐτήν, ὁπόταν ἐκπετάσασα πρὸς τὸν ἥλιον πτερύσσηται. ἡ δὲ πτῆσις οὔτε κατὰ τὰς νυκτερίδας εἰρεσίᾳ συνεχεῖ τῶν πτερῶν οὔτε κατὰ τὰς ἀκρίδας μετὰ πηδήματος οὔτε ὡς οἱ σφῆκες μετὰ ῥοιζήματος, ἀλλ’ εὐκαμπὴς πρὸς ὅ τι ἂν μέρος ὁρμήσῃ τοῦ ἀέρος. καὶ μὴν κἀκεῖνο πρόσεστιν αὐτῇ, τὸ μὴ καθ’ ἡσυχίαν, ἀλλὰ μετ’ ᾠδῆς πέτεσθαι οὐκ ἀπηνοῦς οἵα κωνώπων καὶ ἐμπίδων, οὐδὲ τὸ βαρύβρομον τῶν μελιττῶν ἢ τῶν σφηκῶν τὸ φοβερὸν καὶ ἀπειλητικὸν ἐνδεικνυμένης, ἀλλὰ τοσοῦτόν ἐστι λιγυρωτέρα, ὅσον σάλπιγγος καὶ κυμβάλων αὐλοὶ μελιχρότεροι. τὸ δὲ ἄλλο σῶμα ἡ μὲν κεφαλὴ λεπτότατα τῷ αὐχένι συνέχεται καὶ ἔστιν εὐπεριάγωγος, οὐ συμπεφυκυῖα ὡς ἡ τῶν ἀκρίδων· ὀφθαλμοὶ δὲ προπετεῖς, πολὺ τοῦ κέρατος ἔχοντες· στέρνον εὐπαγές, καὶ ἐμπεφύκασιν αὐτῇ τῇ ἐντομῇ οἱ πόδες οὐ κατὰ τοὺς σφῆκας πάνυ ἐσφιγμένῃ. ἡ γαστὴρ δὲ ὠχύρωται καὶ αὐτῇ καὶ θώρακι ἔοικεν ζώνας πλατείας καὶ φολίδας ἔχουσα. ἀμύνεται μέντοι οὐ κατὰ τοὐρροπύγιον ὡς σφὴξ καὶ μέλιττα, ἀλλὰ τῷ στόματι καὶ τῇ προβοσκίδι, ἣν κατὰ τὰ αὐτὰ τοῖς ἐλέφασι καὶ αὐτὴ ἔχουσα προνομεύει τε καὶ ἐπιλαμβάνεται καὶ προσφῦσα κατέχει κοτυληδόνι κατὰ τὸ ἄκρον ἐοικυῖαν. ἐκ δὲ αὐτῆς ὀδοὺς προκύπτει, ᾧ κεντοῦσα πίνει τοῦ αἵματος – πίνει μὲν γὰρ καὶ γάλακτος, ἡδὺ δὲ αὐτῇ καὶ τὸ αἷμα – οὐ μετὰ μεγάλης ὀδύνης τῶν κεντουμένων. ἑξάπους δὲ οὖσα τοῖς μὲν τέσσαρσι βαδίζει μόνοις, τοῖς δὲ προσθίοις δυσὶ καὶ ὅσα χερσὶ χρῆται. ἴδοις ἂν οὖν αὐτὴν ἐπὶ τεττάρων βεβηκυῖαν ἔχουσάν τι ἐν τοῖν χεροῖν μετέωρον ἐδώδιμον, ἀνθρωπίνως πάνυ καὶ καθ’ ἡμᾶς.

Γίνεται δὲ οὐκ εὐθὺς τοιαύτη, ἀλλὰ σκώληξ τὸ πρῶτον ἤτοι ἐξ ἀνθρώπων ἢ ἄλλων ζῴων ἀποθανόντων· εἶτα κατ’ ὀλίγον πόδας τε ἐκφέρει καὶ φύει τὰ πτερὰ καὶ ἐξ ἑρπετοῦ ὄρνεον γίνεται καὶ κυοφορεῖ δὲ καὶ ἀποτίκτει σκώληκα μικρὸν τὴν μυῖαν ὕστερον. σύντροφος δὲ ἀνθρώποις ὑπάρχουσα καὶ ὁμοδίαιτος καὶ ὁμοτράπεζος ἁπάντων γεύεται πλὴν ἐλαίου· θάνατος γὰρ αὐτῇ τοῦτο πιεῖν. καὶ μέντοι ὠκύμορος οὖσα – πάνυ γὰρ ἐς στενὸν ὁ βίος αὐτῇ συμμεμέτρηται – τῷ φωτὶ χαίρει μάλιστα κἀν τούτῳ πολιτεύεται· νυκτὸς δὲ εἰρήνην ἄγει καὶ οὔτε πέτεται οὔτε ᾄδει, ἀλλ’ ὑπέπτηχε καὶ ἀτρεμεῖ. σύνεσιν δὲ οὐ μικρὰν αὐτῆς εἰπεῖν ἔχω, ὁπόταν τὸν ἐπίβουλον καὶ πολέμιον αὐτῇ τὸν ἀράχνην διαδιδράσκῃ· λοχῶντά τε γὰρ ἐπιτηρεῖ καὶ ἀντίον αὐτῷ ὁρᾷ ἐκκλίνουσα τὴν ὁρμήν, ὡς μὴ ἁλίσκοιτο σαγηνευθεῖσα καὶ περιπεσοῦσα ταῖς τοῦ θηρίου πλεκτάναις. τὴν μὲν γὰρ ἀνδρίαν καὶ τὴν ἀλκὴν αὐτῆς οὐχ ἡμᾶς χρὴ λέγειν, ἀλλ’ ὃς μεγαλοφωνότατος τῶν ποιητῶν Ομηρος· τὸν γὰρ ἄριστον τῶν ἡρώων ἐπαινέσαι ζητῶν οὐ λέοντι ἢ παρδάλει ἢ ὑῒ τὴν ἀλκὴν αὐτοῦ εἰκάζει, ἀλλὰ τῷ θάρσει τῆς μυίας καὶ τῷ ἀτρέστῳ καὶ λιπαρεῖ τῆς ἐπιχειρήσεως· οὐδὲ γὰρ θράσος ἀλλὰ θάρσος φησὶν αὐτῇ προσεῖναι. καὶ γὰρ εἰργομένη, φησίν, ὅμως οὐκ ἀφίσταται, ἀλλ’ ἐφίεται τοῦ δήγματος. οὕτω δὲ πάνυ ἐπαινεῖ καὶ ἀσπάζεται τὴν μυῖαν, ὥστε οὐχ ἅπαξ οὐδ’ ἐν ὀλίγοις μέμνηται αὐτῆς, ἀλλὰ πολλάκις· οὕτω κοσμεῖ τὰ ἔπη μνημονευομένη. ἄρτι μὲν τὴν ἀγελαίαν πτῆσιν αὐτῆς ἐπὶ τὸ γάλα διέρχεται, ἄρτι δὲ τὴν Αθηνᾶν, ὁπότε τοῦ Μενέλεω τὸ βέλος ἀποκρούεται, ὡς μὴ ἐπὶ τὰ καιριώτατα ἐμπέσοι, εἰκάζων μητρὶ κηδομένῃ κοιμωμένου αὐτῇ τοῦ βρέφους, τὴν μυῖαν αὖθις ἐπεισάγει τῷ παραδείγματι. καὶ μὴν καὶ ἐπιθέτῳ καλλίστῳ αὐτὰς ἐκόσμησεν ἀδινὰς προσειπὼν καὶ τὴν ἀγέλην αὐτῶν ἔθνη καλῶν.

Οὕτω δὲ ἰσχυρά ἐστιν, ὥσθ’ ὁπόταν τι δάκνῃ, τιτρώσκει οὐκ ἀνθρώπου δέρμα μόνον, ἀλλὰ καὶ βοὸς καὶ ἵππου, καὶ ἐλέφαντα λυπεῖ ἐς τὰς ῥυτίδας αὐτοῦ παρεισδυομένη καὶ τῇ αὑτῆς προνομαίᾳ κατὰ λόγον τοῦ μεγέθους ἀμύσσουσα. μίξεως δὲ καὶ ἀφροδισίων καὶ γάμων πολλὴ αὐταῖς ἡ ἐλευθερία, καὶ ὁ ἄρρην οὐ κατὰ τοὺς ἀλεκτρυόνας ἐπιβὰς εὐθὺς ἀπεπήδησεν, ἀλλ’ ἐποχεῖται τῇ θηλείᾳ ἐπὶ πολύ, κἀκείνη φέρει τὸν νυμφίον, καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μῖξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι. ἀποτμηθεῖσα δὲ τὴν κεφαλὴν μυῖα ἐπὶ πολὺ ζῇ τῷ σώματι καὶ ἔμπνους ἐστίν.

῝Ο δὲ μέγιστον ἐν τῇ φύσει αὐτῶν ὑπάρχει, τοῦτο δὴ βούλομαι εἰπεῖν. καί μοι δοκεῖ ὁ Πλάτων μόνον αὐτὸ παριδεῖν ἐν τῷ περὶ ψυχῆς καὶ ἀθανασίας αὐτῆς λόγῳ. ἀποθανοῦσα γὰρ μυῖα τέφρας ἐπιχυθείσης ἀνίσταται καὶ παλιγγενεσία τις αὐτῇ καὶ βίος ἄλλος ἐξ ὑπαρχῆς γίνεται, ὡς ἀκριβῶς πεπεῖσθαι πάντας, ὅτι κἀκείνων ἀθάνατός ἐστιν ἡ ψυχή, εἴ γε καὶ ἀπελθοῦσα ἐπανέρχεται πάλιν καὶ γνωρίζει καὶ ἐπανίστησι τὸ σῶμα καὶ πέτεσθαι τὴν μυῖαν ποιεῖ, καὶ ἐπαληθεύει τὸν περὶ Ερμοτίμου τοῦ Κλαζομενίου μῦθον, ὅτι πολλάκις ἀφιεῖσα αὐτὸν ἡ ψυχὴ ἀπεδήμει καθ’ ἑαυτήν, εἶτα ἐπανελθοῦσα ἐπλήρου αὖθις τὸ σῶμα καὶ ἀνίστα τὸν Ερμοτιμον.

Αργὸς δὲ αὐτὴ καὶ ἄνετος οὖσα τὰ ὑπὸ τῶν ἄλλων πονούμενα καρποῦται καὶ πλήρης αὐτῇ πανταχοῦ τράπεζα· καὶ γὰρ αἱ αἶγες αὐτῇ ἀμέλγονται, καὶ ἡ μέλιττα οὐχ ἥκιστα μυίαις καὶ ἀνθρώποις ἐργάζεται, καὶ οἱ ὀψοποιοὶ ταύτῃ τὰ ὄψα ἡδύνουσι, καὶ βασιλέων αὐτῶν προγεύεται καὶ ταῖς τραπέζαις ἐμπεριπατοῦσα συνεστιᾶται αὐτοῖς καὶ συναπολαύει πάντων. νεοττιὰν δὲ ἢ καλιὰν οὐκ ἐν ἑνὶ τόπῳ κατεστήσατο, ἀλλὰ πλάνητα τὴν πτῆσιν κατὰ τοὺς Σκύθας ἐπανῃρημένη, ὅπου ἂν τύχῃ ὑπὸ τῆς νυκτὸς καταληφθεῖσα, ἐκεῖ καὶ ἑστίαν καὶ εὐνὴν ποιεῖται. ὑπὸ σκότῳ μέντοι, ὡς ἔφην, οὐδὲν ἐργάζεται οὐδὲ ἀξιοῖ λανθάνειν τι πράττουσα, οὐδὲ ἡγεῖταί τι αἰσχρὸν ποιεῖν, ὃ ἐν φωτὶ δρώμενον αἰσχυνεῖ αὐτήν.

Φησὶν δὲ ὁ μῦθος καὶ ἄνθρωπόν τινα Μυῖαν τὸ ἀρχαῖον γενέσθαι πάνυ καλήν, λάλον μέντοι γε καὶ στωμύλον καὶ ᾠδικήν, καὶ ἀντερασθῆναί γε τῇ Σελήνῃ κατὰ τὸ αὐτὸ ἀμφοτέρας τοῦ Ενδυμίωνος. εἶτ’ ἐπειδὴ κοιμώμενον τὸ μειράκιον συνεχὲς ἐπήγειρεν ἐρεσχηλοῦσα καὶ ᾄδουσα καὶ κωμάζουσα ἐπ’ αὐτόν, τὸν μὲν ἀγανακτῆσαι, τὴν δὲ Σελήνην ὀργισθεῖσαν εἰς τοῦτο τὴν Μυῖαν μεταβαλεῖν· καὶ διὰ τοῦτο πᾶσι νῦν τοῖς κοιμωμένοις αὐτὴν τοῦ ὕπνου φθονεῖν μεμνημένην ἔτι τοῦ ᾿Ενδυμίωνος, καὶ μάλιστα τοῖς νέοις καὶ ἁπαλοῖς· καὶ τὸ δῆγμα δὲ αὐτὸ καὶ ἡ τοῦ αἵματος ἐπιθυμία οὐκ ἀγριότητος, ἀλλ’ ἔρωτός ἐστι σημεῖον καὶ φιλανθρωπίας· ὡς γὰρ δυνατὸν ἀπολαύει καὶ τοῦ κάλλους τι ἀπανθίζεται.

Εγένετο κατὰ τοὺς παλαιοὺς καὶ γυνή τις ὁμώνυμος αὐτῇ, ποιήτρια, πάνυ καλὴ καὶ σοφή, καὶ ἄλλη ἑταίρα τῶν ᾿Αττικῶν ἐπιφανής, περὶ ἧς καὶ ὁ κωμικὸς ποιητὴς ἔφη, ἡ Μυῖα ἔδακνεν αὐτὸν ἄχρι τῆς καρδίας· οὕτως οὐδὲ ἡ κωμικὴ χάρις ἀπηξίωσεν οὐδὲ ἀπέκλεισε τῆς σκηνῆς τὸ τῆς μυίας ὄνομα, οὐδ’ οἱ γονεῖς ᾐδοῦντο τὰς θυγατέρας οὕτω καλοῦντες. ἡ μὲν γὰρ τραγῳδία καὶ σὺν μεγάλῳ ἐπαίνῳ μέμνηται τῆς μυίας, ὡς ἐν τούτοις, δεινόν γε τὴν μὲν μυῖαν ἀλκίμῳ σθένει πηδᾶν ἐπ’ ἀνδρῶν σώμαθ’, ὡς πλησθῇ φόνου, ἄνδρας δ’ ὁπλίτας πολέμιον ταρβεῖν δόρυ.

πολλὰ δ’ ἂν εἶχον εἰπεῖν καὶ περὶ Μυίας τῆς Πυθαγορικῆς, εἰ μὴ γνώριμος ἦν ἅπασιν ἡ κατ’

αὐτὴν ἱστορία.

Γίγνονται δὲ καὶ μέγισταί τινες μυῖαι, ἃς στρατιώτιδας οἱ πολλοὶ καλοῦσιν, οἱ δὲ κύνας, τραχύταται τὸν βόμβον καὶ τὴν πτῆσιν ὠκύταται, αἵ γε καὶ μακροβιώταταί εἰσιν καὶ τοῦ χειμῶνος ὅλου ἄσιτοι διακαρτεροῦσιν ὑπεπτηχυῖαι τοῖς ὀρόφοις μάλιστα, ἐφ’ ὧν κἀκεῖνο θαυμάζειν ἄξιον, ὅτι ἀμφότερα, καὶ τὰ θηλειῶν καὶ τὰ ἀρρένων, δρῶσιν καὶ βαινόμεναι καὶ βαίνοντες ἐν τῷ μέρει κατὰ τὸν Ερμοῦ καὶ Αφροδίτης παῖδα τὸν μικτὸν τὴν φύσιν καὶ διττὸν τὸ κάλλος. πολλὰ δ’ ἔτι ἔχων εἰπεῖν καταπαύσω τὸν λόγον, μὴ καὶ δόξω κατὰ τὴν παροιμίαν ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν.

Muscae encomium “Lucianvol. 1”, επιμ. Harmon, A.M. Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1913, Repr. 1961. t,1.

Άλλες Αρχαίες Πηγές

ΖΗΝΟΒΙΟΣ / Zenobius Sophista <Paroemiogr.>, Epitome collectionum Lucilli Tarrhaei et Didymi “Corpus paroemiographorum Graecorum, vol. 1”, Ed. von Leutsch, E.L., Schneidewin, F.G. Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht, 1839, Repr. 1965. Centuria 3,68,1 – παροιμια:

Ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν: ἐπὶ τῶν τὰ ἐλάχιστα ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ καὶ μεγαλοποιούντων.

Γυναίκες με το όνομα Μυῖα:

ΚΛΗΜΗΣ / Clemens Alexandrinus Theol., Stromata “Clemens Alexandrinus, vols. 2, επιμ. Stählin, O., Früchtel, L., Treu, U. Berlin, Akademie–Verlag, 2:1960; 3:1970; Die griechischen christlichen Schriftsteller 52(15), 17.4, 19,121, sub. 4,3:
ναὶ μὴν καὶ Θεμιστὼ ἡ Ζωΐλου ἡ Λαμψακηνὴ ἡ Λεοντέως γυνὴ τοῦ Λαμψακηνοῦ τὰ Ἐπικούρεια ἐφιλοσόφει καθάπερ Μυῖα ἡ Θεανοῦς θυγάτηρ τὰ Πυθαγόρεια καὶ Ἀριγνώτη ἡ τὰ περὶ Διονύσου γραψαμένη· αἱ γὰρ Διοδώρου τοῦ Κρόνου ἐπικληθέντος θυγατέρες πᾶσαι διαλεκτικαὶ γεγόνασιν, ὥς φησι Φίλων ὁ διαλεκτικὸς ἐν τῷ Μενεξένῳ, ὧν τὰ ὀνόματα παρατίθεται τάδε· Μενεξένη, Ἀργεία, Θεογνίς, Ἀρτεμισία, Παντάκλεια.

ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ / Iamblichus Phil., De vita Pythagorica “Iamblichi de vita Pythagorica liber”, Ed. Klein, U. (post L. Deubner), Leipzig. Teubner, 1937, επανέκδ. 1975. 36,267,72

Πυθαγορίδες δὲ γυναῖκες αἱ ἐπιφανέσταται· Τιμύχα γυνὴ ἡ Μυλλία τοῦ Κροτωνιάτου, Φιλτὺς θυγάτηρ Θεόφριος τοῦ Κροτωνιάτου, Βυνδάκου ἀδελφή, Ὀκκελὼ καὶ Ἐκκελὼ ἀδελφαὶ Ὀκκέλω καὶ Ὀκκίλω τῶν Λευκανῶν, Χειλωνὶς θυγάτηρ Χείλωνος τοῦ Λακεδαιμονίου, Κρατησίκλεια Λάκαινα γυνὴ Κλεάνορος τοῦ Λακεδαιμονίου, Θεανὼ γυνὴ τοῦ Μεταποντίνου Βροτίνου, Μυῖα γυνὴ Μίλωνος τοῦ Κροτωνιάτου, Λασθένεια Ἀρκάδισσα, Ἁβροτέλεια Ἁβροτέλους θυγάτηρ τοῦ Ταραντίνου, Ἐχεκράτεια Φλιασία, Τυρσηνὶς Συβαρῖτις, Πεισιρρόδη Ταραντινίς, Θεάδουσα Λάκαινα, Βοιὼ Ἀργεία, Βαβελύκα Ἀργεία, Κλεαίχμα ἀδελφὴ Αὐτοχαρίδα τοῦ Λάκωνος.

ΦΩΤΙΟΣ / Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Bibliotheca “Photius. Bibliothèque, 8 vols.”, Ed. Henry, R. Paris: Les Belles Lettres, 1:1959; 2:1960; 3:1962; 4:1965; 5:1967; 6:1971; 7:1974; 8:1977. Codex 249, Bekker 438b,31:

Καὶ ὁ μὲν Μνήσαρχος εἷς τῶν υἱῶν αὐτοῦ λέγεται νεώτερος τελευτῆσαι, Τηλαυγὴς δὲ ὁ ἕτερος διεδέξατο, καὶ Αἰσάρα καὶ Μυῖα αἱ θυγατέρες.

ΛΕΞΙΚΟ ΣΟΥΔΑ, 2087,2
Κορίννα, Ἀχελῳοδώρου καὶ Προκρατίας, Θηβαία ἢ Ταναγραία, μαθήτρια Μύρτιδος· ἐπωνόμαστο δὲ Μυῖα· λυρική.

1361,1:
Μυῖα, Θεσπιακή, λυρική.

1362,1:
Μυῖα, Σπαρτιάτις, ποιήτρια.

Ο Ενδυμίων και η Ερωτευμένη Σελήνη – Θεά της Νύχτας

Ποίημα του Δημήτρη Συμεωνίδη JP

Στο σπήλαιο του βουνού Λάτμου της Καρίας

όπου ο χρόνος στάζει σαν κρυστάλλινο δάκρυ,

στην ασημένια αγκαλιά της νύχτας,

 βαθιά ο Ενδυμίων κοιμόταν,

όμορφος, αθάνατος, και το κορμί του,

 ζεστό απ’ το τελευταίο ηλιακό φιλί,

λαμπύριζε σαν πέτρα που φωτίζει η δροσιά.

Και η Σελήνη, σαν αστρικό φιλί, τον έψαχνε

κάθε νύχτα με πάθος αδημονίας.

Και κατέβαινε από τον ουρανό

Γυμνή από φωτιά και λάμψη.

Κι όταν τον έβλεπε, η αθάνατη ερωμένη

η καρδιά της σκιρτούσε στη σκοτεινιά

και σκύβοντας πάνω του, ρίχνοντας ασημένιο φως

τον αγκάλιαζε σαν όνειρο χαμένο και του ψιθύριζε

«Αγάπη μου, εγώ είμαι η μοναδική σου αλήθεια,
κι εσύ, το μόνο μου ψέμα.»

«Να μην ξυπνήσεις ποτέ», του έλεγε,

σε έναν κόσμο που η ζωή είναι σύντομη

και η ομορφιά πεθαίνει

Μείνε εδώ, στον αιώνιο ύπνο σου,

να σε θυμάμαι άδολο, αγνό,

σαν τη στιγμή που σ’ είδα πρώτη φορά.»

«Θα σε φυλάω εδώ, στην αιώνια σου ηρεμία,

γιατί ξέρω πως αν ξυπνήσεις,

θα χαθείς…κι εγώ θα μείνω μόνη»,

και τα δάκρυα της έτρεχαν σαν αστέρια πεσμένα

πάνω στα στήθια του, όπου η ανάσα του

έμενε αιωρούμενη, σαν να φοβάται

να σκορπίσει τη μαγεία εκείνης της σιωπής.

Κι έτσι εκείνος μένει, σε μια σπηλιά του χρόνου,
να ονειρεύεται τη θεά που τον αφήνει
ν’ αγγίζει μόνο στις σκιές του ύπνου
την αιώνια πληγή του ατελείωτου έρωτα.

Μα ο Δίας, ο γιός του Κρόνου (Χρόνου), ήξερε πως κι ένας θνητός

μπορεί να κλέψει την καρδιά μιας θεάς.

Γι’ αυτό του έδωσε τον αιώνιο ύπνο, για να μην ξυπνήσει

ποτέ, και δει ότι η Σελήνη κλαίει πάνω του.
καθώς η αυγή, αρπάζει πίσω
την αθάνατη ερωμένη του.

ΠΗΓΗΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 22.4.2025.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  • Τα Ορφικά. Εκδ. Εγκυκλοπαιδείας του «Ηλίου»
  • Dictionnaire étymologique des mots françois dérivés du grec, Παρίσι,1809
  • Ομήρου Ιλιάς
  • Αισώπου Μύθοι
  • Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (TLG)
  • Λουκιανός. Άπαντα.
  • Ορφικά, “Les lapidaries graces”, επιμ. Hallux, R., Scamp, εκδ. Les Belles Letters, Παρίσι, 1985.
  • LIDDELL & SCOTT – Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
  • Κοφινιώτη Ευ. Κ. Ομηρικόν Λεξικόν
  • Σταματάκου Ι.: Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης
  • Κουμανούδη Στ.: Λεξικόν Λατινοελληνικόν

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:

[1] Ο αστρονόμος Κ. Χασάπης, μετά από ανάλυση αστρονομικών δεδομένων στον ορφικό ύμνο του Απόλλωνος, τοποθετεί τα ορφικά κείμενα στο 1366 π.Χ., ή στο 11835 π.Χ. Γράφει : «Όπως ίδωμεν, εις τον ύμνον του Απόλλωνος γίνεται λόγος περί ισότητος των εποχών, χειμώνος και θέρους (μίξας χειμώνος θέρεός τ΄ ίσον αμφοτέροισιν). Είναι όμως δυνατόν να υπολογίσωμεν μετά πάσης ακριβείας τον χρόνον, κατά τον οποίον έλαβε χώραν το φαινόμενο τούτο, εξ αυτού δε να συμπεράνωμεν κατά τρόπον ασφαλή περί του χρόνου, που διετυπώθησαν οι Ορφικοί ύμνοι». Και αφού ο καθηγητής εξηγεί με μαθηματικούς υπολογισμούς πως έφτασε στις χρονολογήσεις αυτές, γράφει: «Εκ των δύο τούτων χρονολογιών ως πρός το 1366 π.Χ. είναι αναντιρρήτως απορριπτέο κατά το οποίον ουδεμία ένδειξις υπάρχει και επομένως πιθανότης δια να εγράφησαν οι ύμνοι». Και μεταθέτει τα γεγονότα κατά 10.369 έτη προς το απώτερον παρελθόν, κατά το οποίον συμβιβάζεται και με τα λεχθέντα εις τον Σόλωνα τον Αιγύπτιο ιερέα της Ίσιδος, όπως αναφέρει ο Πλάτων στον «Τίμαιο» και στον «Κριτία» και σύμφωνα με την ομολογία του Σόλωνος οι Έλληνες φέρονται ως παλαιότεροι των Αιγυπτίων κατά 9.000 έτη π.Χ.

arxeion-politismou.gr

Διαβάστε επίσης:



    Δεν υπάρχουν σχόλια :

    Δημοσίευση σχολίου