Του Ματθαίου Κουτσουμανή(*)
Στην ΝΑ. πλευρά του Διδυμοτείχου, ανάμεσα στην συμβολή των ποταμών Έβρου και Ερυθροποτάμου και τον σιδηροδρομικό σταθμό, υψώνεται ένας βραχώδης οχυρός λόφος γνωστός με το όνομα «Αγία Πέτρα» το ύψος του οποίου είναι 55,90 μ.
Στα 1959 - 1960 ο καθηγητής Γ. Μπακαλάκης ταύτισε τον λόφο της «Αγίας Πέτρας» με την Πλωτινόπολη.
Οι πηγές μας πληροφορούν ότι, η Πλωτινόπολις ιδρύθηκε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τραϊανό (98 - 117 μ.Χ.), για να τιμήσει τη γυναίκα του Πλωτίνη. Κατά τον Ιεροκλέα και τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο ήταν μία από τις πέντε πόλεις της επαρχίας Αιμιμόντου. Στα εκκλησιαστικά χρονικά αναφέρεται ως έδρα επισκόπου της αυτής επαρχίας που υπαγόταν στο μητροπολίτη Αδριανουπόλεως. Από τον Προκόπιο επίσης είναι γνωστό ότι ο Ιουστινιανός ανοικοδόμησε τα τείχη της Πλωτινόπολης.
Το 1965, κατά την κατασκευή χαρακώματος από στρατιώτες και σε βάθος 1,60 μ. βρέθηκε η χρυσή σφυρήλατη προτομή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (193 - 211 μ.Χ.).
Η ανασκαφική έρευνα στην Αγία Πέτρα άρχισε το καλοκαίρι του 1977 από τον καθηγητή Γ. Μπακαλάκη και τον τότε προϊστάμενο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Θράκης, κ. Διαμ. Τριαντάφυλλο. Αποκαλύφθηκε κτήριο Ρωμαϊκών χρόνων (2ος αιώνας μ.Χ.).
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 η ανασκαφή συνεχίστηκε από την αρχαιολόγο Ε. Σκαρλατίδου. Τότε αποκαλύφθηκε το κτήριο με τα ψηφιδωτά δάπεδα (2ος αιώνας μ.Χ.).
Το φθινόπωρο του 1996, μετά από 10 και πλέον χρόνια, ξανάρχισαν οι ανασκαφές στην Πλωτινόπολη. Η ανασκαφική έρευνα πραγματοποιείται στο μέσον περίπου της ανατολικής, ομαλής πλαγιάς του λόφου απέναντι ακριβώς από τον ποταμό Έβρο, στην περιοχή όπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ανασκάφηκε το κτήριο με τα ψηφιδωτά δάπεδα. Ερευνάται η περιοχή Βόρεια (Τομέας Α), Δυτικά (Τομέας Β) και Νότια (Τομέας Γ) του κτιρίου με τα ψηφιδωτά, με σκοπό τον εντοπισμό κτισμάτων και τη μελέτη της στρωματογραφίας.
Τομέας Α
Αποκαλύφθηκε τοίχος, με κατεύθυνση Β-Ν. Ο τοίχος είναι κατασκευασμένος κλιμακωτά ακολουθώντας την κλίση του εδάφους. Με τα μέχρι στιγμής ανασκαφικά δεδομένα δεν είμαστε σε θέση να βεβαιώσουμε την χρησιμότητά του. Αν δηλαδή πρόκειται για οχυρωματικό τείχος ή για κάποια άλλη κατασκευή.
Ανασκάφηκαν επίσης και λείψανα κτιρίων τα οποία μαζί με το κτήριο με τα ψηφιδωτά ανήκουν πιθανότατα σε ένα μεγάλο κτηριακό συγκρότημα. Η κεραμική, τα νομίσματα και τα άλλα κινητά ευρήματα δείχνουν ότι ο χώρος βρισκόταν σε χρήση από το 2ο μέχρι το τέλος του 6ου αι. μ.Χ.
Τομέας Β
Αποκαλύφθηκε δάπεδο κτηρίου ρωμαϊκών χρόνων (2ος αι. μ.Χ.) και σύστημα αγωγών που θα μπορούσε - αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του και το υπόκαυστο που βρέθηκε λίγο βορειότερα - να σχετιστεί με ένα δημόσιο λουτρό ή με λουτρό πολυτελούς κατοικίας.
Το πιο εντυπωσιακό όμως εύρημα των χρόνων αυτών ήταν ένα πηγάδι, με εσωτερική διάμετρο 2,20 μ., κατασκευασμένο με λαξευτούς γωνιόλιθους σύμφωνα με το ισοδομικό σύστημα τοιχοδομίας. Αποκαλύφτηκαν 14 σειρές γωνιολίθων, μέχρι το βάθος των 7,50 μ. Μόλις αποκαλύφθηκε και η 14η σειρά, άρχισε να φαίνεται η θεμελίωσή του πάνω στο φυσικό βράχο. Αφού λαξεύσανε το φυσικό βράχο, όπου υπήρχαν ρωγμές τοποθέτησαν ψημένες πήλινες πλάκες και κονίαμα, στην συνέχεια, όπου χρειαζόταν μικρότερους λαξευμένους γωνιολίθους διαφόρων σχημάτων για να τον ευθυγραμμίσουν, και στο τέλος άρχισαν να τοποθετούν τους κανονικούς γωνιολίθους. Μέχρι στιγμής, στο βάθος των 12,67 μ. όπου έχει φτάσει η ανασκαφή, δεν έχει ακόμη εντοπιστεί ο πυθμένας του.
Στο βόρειο τμήμα του πηγαδιού, και σε βάθος 2,50 μ. από το σωζόμενο χείλος του, βρέθηκε άνοιγμα το οποίο φράσσεται με μία κάθετη λίθινη πλάκα που φέρει αβαθείς αυλακώσεις, μόνο προς την πλευρά του πηγαδιού. Το άνοιγμα αυτό οδηγεί σε ορθογώνιο καμαροσκέπαστο θάλαμο.
Ο θάλαμος έχει διαστάσεις 4 Χ 2,15 Χ 3,50 μ. και είναι κτισμένος με μεγάλους λαξευμένους γωνιόλιθους. Οι γωνιόλιθοι της πέμπτης σειράς είναι λαξευμένοι με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργείται μία εσοχή, επάνω στην οποία πατά η θολωτή οροφή του θαλάμου, στο κέντρο της οποίας υπάρχει τετράγωνο άνοιγμα.
Στην βόρεια στενή πλευρά του θαλάμου αποκαλύφθηκε άλλο άνοιγμα, το οποίο και αποτελούσε την είσοδό του. Στο πάνω μέρος της εισόδου υπάρχει μονολιθικό τοξωτό υπέρθυρο, που πατά σε δύο παραστάδες. Στην εξωτερική πλευρά της εισόδου, ανατολικά και δυτικά αυτής, αποκαλύφθηκαν δύο τοίχοι και ανάμεσά τους σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον θάλαμο.
Το παραπάνω συγκρότημα (πηγάδι και θάλαμος) έχει σχέση με την υδροδότηση της πόλης. Θα πρέπει, δηλαδή, να χρησιμοποιούσαν το θάλαμο για την άντληση του νερού από το πηγάδι. Αυτό εξηγεί και τις αβαθείς αυλακώσεις που έχει η λίθινη πλάκα προς την πλευρά του πηγαδιού. Θα δημιουργήθηκαν από την τριβή του σχοινιού κατά την άντληση του νερού από το πηγάδι. Το δε νερό δε θα ξεπερνούσε το ύψος του ανοίγματος. Υποθέτουμε δηλαδή τη χρήση του κάπως έτσι: Από τα σκαλοπάτια, λοιπόν, κατέβαινε, έμπαινε στον θάλαμο, και οδηγούνταν στο πηγάδι όποιος ήθελε ν’ αντλήσει νερό.
Τέλος, εντοπίστηκε και ένα αδιατάραχτο προϊστορικό στρώμα που χρονολογείται στη Νεότερη Νεολιθική Περίοδο (5η χιλιετία π.Χ.).
Η ανασκαφή συνεχίστηκε βόρεια του πηγαδιού και του θαλάμου. Κατά την διάρκειά της διαπιστώθηκαν τρεις φάσεις εγκατοίκησης, οι οποίες, παρά την χρονική απόσταση που τις διακρίνει, έχουν κοινό στοιχείο την καταστροφή τους από φωτιά.
Στα ανώτερα στρώματα της επίχωσης η τελευταία οικοδομική φάση (6ος -7ος αι.) πιθανόν να συνδέεται με την μεταφορά της πόλης από τον Ιουστινιανό σε μια πιο οχυρή τοποθεσία, δυτικά της Πλωτινόπολης. Αντιπροσωπεύεται με λίγα πενιχρά οικοδομικά λείψανα.
Στην παλαιοχριστιανική φάση (τέλη 4ου - 5ος αι. μ.Χ.) ανήκουν αποθηκευτικοί πίθοι που βρέθηκαν στη θέση τους και οι τοίχοι ενός κτιρίου στη θεμελίωση των οποίων χρησιμοποιήθηκαν οι παλαιότεροι ρωμαϊκοί (2ος - 3ος αι. μ.Χ.).
Το δάπεδο της ρωμαϊκής αίθουσας καλύπτεται από ψηφιδωτό με φυτικά και γεωμετρικά θέματα και είναι κατασκευασμένο με την τεχνική της κομμένης σε σχήμα κύβου πέτρας, διαστάσεων 1 Χ 1εκατ.
Στο κατώφλι της ανατολικής εισόδου φέρει πέλτες εκατέρωθεν ρόμβου που ορίζονται από στενή ορθογώνια ταινία. Στο νότιο, ανατολικό και βόρειο τμήμα του δωματίου κυριαρχούν οι λευκές ψηφίδες και ακολουθεί το μοτίβο της ελισσόμενης βλαστόσπειρας από τα άκρα της οποίας εκφύονται φύλλα κισσού.
Οι διακοσμητικές ζώνες που πιθανότατα περικλείουν την κεντρική παράσταση, κοσμούνται με γεωμετρικά θέματα αποδοσμένα με μια αξιοθαύμαστη χρωματική ποικιλία που εξαντλείται μέσα από την αδιάκοπη εναλλαγή των σχημάτων που δίνει την εντύπωση χαλιού.
Ακολουθεί ζώνη με ιχθυοκενταύρους, νηρηίδες και ερωτιδείς επάνω σε δελφίνια.
Στην κεντρική παράσταση αποτυπώνεται με μοναδική τέχνη προσωποποιημένος ο ποταμός Έβρος με την μορφή αγένειου νέου και η ίδια η πόλη με την μορφή καθιστής γυναίκας.
Πιστεύω ότι το παραπάνω δωμάτιο έχει άμεση σχέση με το κτήριο που ανασκάφτηκε παλαιότερα και έφερε ψηφιδωτά δάπεδα. Πρόκειται ουσιαστικά για την βόρεια και την ανατολική πτέρυγα μιας πολυτελούς ρωμαϊκών χρόνων οικίας, ή κάποιου οικοδομικού συγκροτήματος με δημόσιο χαρακτήρα (λουτρά).
Τομέας Γ
Αποκαλύφθηκαν μόνο δύο τμήματα τοίχων που χρονολογούνται στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους.
ΠΗΓΗ: ΥΠΠΟΑ, ΕΦΑ ΕΒΡΟΥ, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 3.8.2020.
(*) Ο κ. Ματθαίος Κουστουμανής είναι ο ανασκαφέας του χώρου, διαχειρίζεται το αρχείο της ανασκαφής, και υπηρετεί στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Ροδόπης).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου