Του δρ. Αθανασίου Νακάση(*), anakasis@gmail.com
Το Υπουργείο Πολιτισμού αναφέρει το εν λόγω κτήριο πότε ως ανάκτορο και πότε ως πρυτανείο. Δεν είναι ούτε πρυτανείο ούτε ανάκτορο. Αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται, έχουν άλλη λειτουργία και εντάσσονται σε άλλο πολιτειακό πλαίσιο (βασιλεία και δημοκρατία, αντιστοίχως). Ακόμα, κανένα κτήριο στη Μακεδονία δεν μπορεί να ονομαστεί πρυτανείο, αφού στην Μακεδονία είχαν βασιλεία. Ο θεσμός των πρυτάνεων προϋποθέτει δημοκρατία.
Επειδή στο πρυτανείο της Αθήνας σιτίζονταν όσοι είχαν λάβει αυτήν την τιμή από την πόλη (αείσιτοι), κι επειδή στο υπ’ όψιν κτήριο στην Βεργίνα υπάρχουν μόνον αίθουσες συμποσίων, προκειμένου να μην παραδεχτούν ότι δεν είναι ανάκτορο, το ονομάζουν και πρυτανείο.
Υπάρχουν κι άλλες αυθαίρετες αναγωγές σε σχέση με μια δημοκρατική πόλη-κράτος, ονομάζοντας την αρχαία πόλη της Βεργίνας, Άστυ. Όμως, εδώ δεν έχουμε αστούς (δηλαδή πολίτες με δικαίωμα συμμετοχής στα κοινά), αλλά υπηκόους. Δεν μπορούμε μια πόλη του μακεδονικού βασιλείου να τη λέμε Άστυ, αφού δεν είναι πόλη-κράτος.
Ο χαρακτηρισμός του κτηρίου ως Παρθενώνος της Μακεδονίας είναι ατυχής και προκαλεί θυμηδία. Πώς μπορούμε, πέρα από όλα τα υπόλοιπα, να συγκρίνουμε αυτά τα δύο κτήρια, όταν αυτό της Βεργίνας ήταν κτισμένο με πλιθιά και πωρόλιθο και δεν είχε καλλιτεχνικές αξιώσεις;
Με λίγα λόγια το κτήριο δεν έχει μελετηθεί. Το χαρακτήρισαν ανάκτορο για να του αποδώσουν αίγλη και μοναδικότητα, παραβλέποντας τις ομοιότητες με άλλα κτήρια, όπως αυτό των Λευκαδίων, το κτήριο στην Επίδαυρο, η παλαίστρα της Πέλλας κ.ά.
Ψευδώς αναφέρεται ότι το κτήριο αυτό υπήρχε κατά την βασιλεία του Φιλίππου Β', που δολοφονήθηκε το 336 π.Χ. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να επιτρέπει την χρονολόγηση του κτηρίου στα χρόνια του Φιλίππου. Αντιθέτως, το σύνολο των ανασκαφέων από τον Ρωμαίο, τον Μακαρόνα, τον Μπακαλάκη και τον Ανδρόνικο, που έφεραν το μνημείο στο φως, το χρονολογούν χωρίς επιφύλαξη στο πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ., στα χρόνια του Αντιγόνου Γονατά (υπάρχει σχετική δημοσίευση του έτους 1961, με την οποία συμφωνούσε και ο αρχιτέκτων καθηγητής Μουτσόπουλος), με βάση αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες του κτηρίου και κινητά ευρήματα με χαρακτηριστικότερο ένα νόμισμα Λυσιμάχου (που βασίλεψε από το 306 π.Χ. και μετά), το οποίο βρέθηκε σε βάθος 1 μ. κάτω από το δάπεδο, και χρονολογήθηκε από την νομισματολόγο Βαρούχα-Χριστοδουλοπούλου στο 306 - 281 π.Χ. Επομένως, το νόμισμα αυτό αποτελεί terminus post quem για την ανέγερση του κτηρίου, το οποίο κατασκευάστηκε μετά το 306 - 281 π.Χ., δηλαδή περισσότερες από τρεις δεκαετίες μετά τον θάνατο του Φιλίππου. Εφ' όσον, μάλιστα οι ανασκαφείς χρονολογούν το κτήριο στα χρόνια του Αντιγόνου Γονατά, που βασίλεψε μετά το 274 π.Χ., σημαίνει ότι το κτήριο αυτό κατασκευάστηκε το νωρίτερο στην έβδομη δεκαετία μετά τον θάνατο του Φιλίππου. Άρα εφ' όσον δεν υπήρχε το κτήριο επί Φιλίππου ούτε επί Αλεξάνδρου, δεν μπορούσε να γίνει εκεί η ανακήρυξη του Αλεξάνδρου. Επίσης, ακόμη και αν ήταν ανάκτορο, οι Μακεδόνες βασιλείς δεν στέφονταν, αλλά ανακηρύσσονταν από τον στρατό. Αλλά ούτε και αυτό έγινε στην περίπτωση του Αλεξάνδρου, ο οποίος μετά την δολοφονία του Φιλίππου ανακοίνωσε ότι αυτός είναι πλέον ο βασιλεύς.
Η είσοδος στο κτήριο δεν είναι γνωστό πώς ακριβώς ήταν. Σχετικά με τη μορφή του προπύλου, η υποτιθέμενη πρόσοψη η οποία εκτίθεται στο Μουσείο, δήθεν διώροφη, βασίζεται σε μια σχεδιαστική αναπαράσταση που έκανε ο Παντερμαλής, ως υπόθεση εργασίας, δεδομένου ότι τα στοιχεία ήταν ελλιπή και η στρωματογραφία του χώρου εκείνου ιδιαιτέρως αναμοχλευμένη. Δεν βασίζεται επομένως σε ατράνταχτα δεδομένα.
Στο ίδιο μουσείο, σε αντίθεση με τις σύγχρονες μουσειακές λογικές και σε μια προφανή προσπάθεια εντυπωσιασμού, εκτίθενται εκατοντάδες καρφιά, εκατοντάδες όστρακα, εκατοντάδες πόρπες και σπασμένα ειδώλια. Στα μουσεία εκτίθενται μόνον ενδεικτικά, χαρακτηριστικά αντιπροσωπευτικά δείγματα από το υπάρχον υλικό. Από τις «κούκλες», που εκτίθενται, αρκούσε μία για να δείξει το πώς ντύνονταν, δεν ήταν ανάγκη να παρουσιαστούν τόσες πολλές.
Τα κείμενα που υπάρχουν στα εκθέματα είναι μακροσκελέστατα και δεν διαβάζονται. Το Μουσείο αποτυγχάνει γιατί το κοινό αδυνατεί να κατανοήσει το όποιο μήνυμα επιδιώκεται να του μεταδοθεί. Τα ευρήματα είναι αραδιασμένα με μια ψευδοεικαστική διάθεση και με λογική κοσμηματοπωλείου.
Όσο για τον αρχιτέκτονα του "ανακτόρου", που αναφέρθηκε ότι ήταν ο Πύθεος, δεν έχουμε κανένα στοιχείο που να υποστηρίζει αυτήν την αυθαίρετη άποψη. Είναι απλά μια επινόηση. (Ο Πύθεος άρχισε να κατασκευάζει τον τάφο του Μαυσώλου και της συζύγου και αδελφής του Αρτεμισίας στην Αλικαρνασσό πολλά χρόνια πριν τον θάνατο των προαναφερθέντων, που απέθαναν το 353 και 351 π.Χ. αντιστοίχως. Συνεπώς αν δεν είχε αποβιώσει όταν κτίστηκε το εν λόγω κτήριο στην Βεργίνα, θα ήταν πλέον των 100 ετών).
Η «αναστήλωση» του κτηρίου έχει πολύ λίγο αρχαίο υλικό, κατά παράβαση κάθε αναστηλωτικής λογικής, όπου το αρχαίο υλικό θα πρέπει να είναι συντριπτικά μεγαλύτερο του νέου. Το καινούργιο-χυτό υλικό έχει μπει από τα θεμέλια έως τους ορθοστάτες (Μετά τους ορθοστάτες το υλικό ήταν ωμές πλίνθοι και δεν έχει συμπληρωθεί, γιατί με ένα τέτοιο ευτελές υλικό αφαιρείται η «βασιλική μεγαλοπρέπεια» και απομακρύνεται η σύγκριση με τον Παρθενώνα).
O Tomlinson θεωρεί ότι το λεγόμενο ανάκτορο είναι ένα εστιατόριον (εφ' όσον έχει αποκλειστικά ανδρώνες), προφανώς σχετιζόμενο με κάποιο ιερό. Εφ' όσον ακριβώς βόρεια στο από κάτω επίπεδο βρίσκεται το θέατρο δικαιούμαστε να θεωρήσουμε ότι θα πρόκειται για ιερό Διονύσου. Σε τέτοια εστιατόρια συμποσιάζονταν οι επίσημοι στις εορτές του ιερού. Ανάλογα κτήρια έχουμε π.χ. στην Επίδαυρο και στην αγορά των Λευκαδίων. Ότι βρισκόμαστε στο θρησκευτικό κέντρο της πόλης επιβεβαιώνεται και από την θέση του ιερού της Ευκλείας, που βρίσκεται στο επίπεδο αμέσως κάτω από το θέατρο. Αυτό που έχουμε είναι μόνο ανδρώνες, όλα τα υπόλοιπα περί βασιλικής κατοικίας, διοικητικού κέντρου κλπ. δεν υπάρχουν στο μνημείο, ούτε βρισκόμαστε στην πρωτεύουσα της εποχής του Φιλίππου Β΄, που ήταν η Πέλλα.
Τα κυριότερα στοιχεία που αποσυσχετίζουν τον τάφο της Βεργίνας από τον Φίλιππο Β΄:
1. Η χρονολόγηση του τάφου (αδιαφιλονίκητη βάσει της αττικής κεραμικής, που βρέθηκε εντός του τάφου με τα λοιπά κτερίσματα, αλλά και στην πυρά) στην τελευταία εικοσαετία του 4ου αι. π.Χ., δηλαδή τουλάχιστον 16 χρόνια μετά την ταφή του Φιλίππου Β΄ (το 336 π.Χ.).
2. Η έλλειψη οποιουδήποτε ιστορικού και αρχαιολογικού στοιχείου ότι ο Φίλιππος Β΄ τάφηκε σε κοινό τάφο με άλλο άτομο. Το άτομο στον προθάλαμο είναι μάλλον άνδρας, συγγενής του νεκρού του θαλάμου. Κανένα στοιχείο δεν παραπέμπει σε γυναίκα (οπλισμός, κ.τ.λ.). Μία εξέταση DNA θα έλυνε το πρόβλημα της ταύτισης του νεκρού, η οποία κακώς δεν έχει γίνει (σ.σ. τυχόν ταφή δύο συγγενών αποδεικνύει ότι εκεί δεν ήταν ο Φίλιππος), ενώ έχουν γίνει ήσσονος σημασίας «ανθρωπολογικές» μελέτες.
3. Η ιστορική πληροφορία ότι ο Φίλιππος Β΄ τάφηκε στις Αιγές της Βοττιαίας (όπου βρίσκονται τα σημερινά Λευκάδια, μεταξύ Νάουσας και Έδεσσας, όπου οι ταφές υπερέχουν στον τομέα της αρχιτεκτονικής από οποιαδήποτε άλλη μακεδονική περιοχή: Τάφοι Λύσωνος-Καλλικλέους, Κρίσεως, Ανθεμίων κ.ά.) Η Βεργίνα βρίσκεται στα βόρεια πρανή των Πιερίων, δηλαδή στην αρχαία Πιερία, και επομένως δεν έχει καμία σχέση με τις Αιγές ούτε με βασιλικές ταφές.
4. Οι ανισομεγέθεις κνημίδες που βρέθηκαν στον τάφο της Βεργίνας δεν έχουν καμία σχέση με τον Φίλιππο Β΄, καθώς γνωρίζουμε από ιστορικές πηγές ότι ο Φίλιππος Β΄ ήταν χωλός από το δεξί πόδι, ενώ η κοντή κνημίδα αντιστοιχεί σε αριστερό πόδι.
5. Σύμφωνα με βάσιμες και αλληλοδιασταυρούμενες πηγές (Διόδωρος και Πλούταρχος) άπαντες οι τάφοι των Μακεδόνων βασιλέων συλήθηκαν το 274 π.Χ. από τους Γαλάτες και τα οστά τους πετάχτηκαν έξω. Επομένως και ο τάφος του Φιλίππου Β΄ αναμφισβήτητα είναι συλημένος, σε αντίθεση με τον τάφο της Βεργίνας, που βρέθηκε άθικτος.
6. Οι καμαροσκέπαστοι τάφοι διαδόθηκαν στην Ελλάδα μετά την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου (βλ. σχ. Τ. Boyd κ.ά.). Δεν υπάρχει προηγούμενο ούτε επόμενο παράδειγμα καμαροσκέπαστου μακεδονικού τάφου, για πολλά χρόνια μετά το θάνατο του Φιλίππου Β΄. Ο Ανδρόνικος απέδωσε έναν άλλο μακεδονικό τάφο στην μητέρα του Φιλίππου Β΄, την Ευρυδίκη, από όστρακα παναθηναϊκών αμφορέων, που δεν χρονολογούν τον τάφο, αλλά τα ίδια τα αγγεία, που είναι παλαιότερα της ταφής. Βεβαίως δεν αναφέρει ότι στον προθάλαμο του τάφου, που ανασκάφηκε το 1987, βρέθηκε μακεδονικό κράνος πολεμιστή (που μεταφέρθηκε 18 χρόνια αργότερα, το 2005, σε αποθήκη, ύστερα από εντολή που έδωσε ο διευθυντής συντήρησης Νικόλαος Μίνως), πράγμα που παραπέμπει σε ταφή ανδρός. Ο καθηγητής Παναγιώτης Φάκλαρης , που είναι επί κεφαλής της Πανεπιστημιακής Ανασκαφικής της ομάδας της ακρόπολης και των τειχών της Βεργίνας, έχει αποδείξει με πολλά στοιχεία ότι ο νεκρός δεν είναι ο Φίλιππος Β΄. Αλλά και άλλοι μελετητές έχουν διαφωνήσει με την απόδοση του νεκρού στον Φίλιππο Β΄ (βλ. σχ. P. Lehman, “A different interpretation…”). Το πιο παλιό χρονολογημένο παράδειγμα καμάρας στον ελλαδικό χώρο είναι η δίοδος του Σταδίου της Νεμέας (315 π.Χ.) που συνδέεται με την επαναφορά των αγώνων στη Νεμέα από τον Κάσσανδρο. (Ο τάφος του Φιλίππου Β΄ είχε πιθανότατα επίπεδη ή τριγωνική ή εκφορική κάλυψη).
7. Οι Μακεδόνες μετέφεραν την πρωτεύουσά τους από τις Αιγές στην Πέλλα για να βρίσκονται εγγύτερα στην μητροπολιτική Ελλάδα. Η Βεργίνα βρίσκεται νοτίως του Αλιάκμονα και η Πέλλα βορείως. Αν, λοιπόν, είχαν μεταφερθεί από τη Βεργίνα στην Πέλλα, θα ήταν ακόμα πιο μακριά από την μητροπολιτική Ελλάδα.
8. Ο Μ. Αλέξανδρος ξεκίνησε την εκστρατεία με δάνειο. Δεν δικαιολογείται, λοιπόν, η πλούσια ταφή της Βεργίνας.
9. Η παράσταση της πρόσοψης του τάφου έχει υπόψη της ένα βασιλικό κυνήγι, που λάμβανε χώρα στην Περσία (με ετερόκλητη χλωρίδα και πανίδα), πράγμα αδικαιολόγητο για το Φίλιππο Β΄.
10. Οι Θέμελης-Τουράτσογλου, συσχέτισαν τα αργυρά αγγεία (με βάση τον σταθμητικό κανόνα των αγγείων αυτών), που βρέθηκαν στον μακεδονικό τάφο του Δερβενίου (των αρχών του 3ου αι. π.Χ.) με αυτά του τάφου της Βεργίνας, ενώ ο Φίλιππος Β΄ δολοφονήθηκε πολλές δεκαετίες πριν (336 π.Χ.).
Οι λανθασμένες αποδόσεις σε ανάκτορο, σε βασιλικές ταφές, σε τάφο του Φιλίππου Β΄ και σε Αιγές έχουν καταλυτική επίδραση σε μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού και πολύ περισσότερο στους κατοίκους της Βεργίνας. Έτσι σήμερα πάρα πολλά καταστήματα και ξενοδοχεία έχουν «συμβατές» ονομασίες, που συνδέονται με τα βασιλικά ονόματα της Ευρυδίκης, του Φιλίππου, της Ολυμπιάδος, του Αλεξάνδρου κ.ο.κ. Η απόδοση μάλιστα του μουσείου σε μουσείο Αιγών, συμπληρώνει το παραμύθι μιας σύγχρονης Ντίσνεϊλαντ, που εκθέτει τη χώρα μας και παραπλανεί τον ελληνικό λαό και τη Διεθνή Κοινότητα.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 5.2.2024.
(*) Ο δρ. Αθ. Νακάσης συμμετέχει εθελοντικά, ως αρχιτέκτων, στην ανασκαφή της ακρόπολης και των τειχών της Βεργίνας, από την δεκαετία του 1990, η οποία γίνεται υπό την διεύθυνση του καθηγητή Παναγιώτη Φάκλαρη, με τον οποίο πρωτοσυνεργάστηκε το 1976, στην ανασκαφή και το έργο του ναού του Επικουρίου Απόλλωνος.
arxeion-politismou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου