Του Γιώργου Λεκάκη
Οι Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδος / Κάτω Ιταλίας λέγονται Γραικοί[1] (> Γρίκοι ή Γραίκοι ή Γραικάνοι)[2]. Από τον Γραικό, που πρώτος αποίκησε την Ιταλία.
Είναι η κύρια ελληνική μειονότητα της νότιας Ιταλίας
Κατοικούν κυρίως στις περιοχές
- στην Απουλία (Γκρετσία Σαλεντίνα στην χερσόνησο του Σαλέντο), και
- στην Καλαβρία.
Είναι οι εναπομείναντες πληθυσμοί των ελληνικών αποικιών της αρχαιότητας, της Μεγάλης Ελλάδας (Magna Graecia), που αναμείχθηκαν με επίσης ελληνικούς πληθυσμούς από την Σικελία, και κατόπιν και με Έλληνες του Βυζαντίου.
Με τον νόμο 482 / 1999, το ιταλικό Κοινοβούλιο αναγνώρισε τις κοινότητες των Ελλήνων της Καλαβρίας και του Σαλέντο ως ελληνική εθνική και γλωσσική μειονότητα Γκρίκο.[3]
Ακόμη και σήμερα το 15% των επωνύμων στην επαρχία Ρηγίου / Ρέτζιο Καλάμπρια έχουν ελληνική προέλευση![4]
Τα χωριά
Στην Απουλία - Grecía Salentina, Γκρετσία Σαλεντίνα, περιοχή του Λέτσε
Calimera, Καλημέρα
Cannole, Cánnula, Κάννουλα, Κάνουλα
Caprarica, Crapáreca, Κραπάρεκα
Carpignano Salentino, Carpignána, Καρπινιάνα
Castrignano dei Greci, Castrignána / Cascignána, Καστρινιάνα, Καστρινιάνο
Corigliano d’Otranto, Choriána, Coriána, Χωριάνα, Κοριλιάνο ντ' Οτράντο
Cursi, Cúrze, Κούρσι, Κούρτσε
Cutrofiano, Cutrufiána, Κουτρουφιάνα
Martano, Martána, Μαρτάνο, Μαρτάνα
Martignano, Martignána, Μαρτινιάνα, Μαρτινιάνο
Melpignano, Lipignána, Μελπινιάνο, Λιπινιάνα
Soleto, Sulítu, Σουλίτου, Σολέτο
Sternatia, i Chora, Starnaítta, Χώρα, Σταρναΐττα, Στερνατία,
Zollino, Tzuḍḍínu, Τζουντίνου
Galatina, As Pétro, Γαλατηνή Ας Πέτρο, Άγιος Πέτρος
Τα σημερινά 9 ελληνόφωνα χωριά της Γκρετσία Σαλεντίνα[5], μαζί με αυτά του Σολιάνο Καβούρ, Κούρσι, Κανόλε και Κουτροφιάνο, σχημάτιζαν τα Δεκατρία Χωρία / χωριά (Decatría Choría) της περιοχής του Υδρούντος / Οτράντο. Διατηρούσαν και ως έναν βαθμό διατηρούν, τις ελληνικές παραδόσεις και γλώσσα.
Στην Απουλία - Έξω Γκρετσία Σαλεντίνα:
Alliste, Αλλίστε,
San Pietro Vernotico, Άγιος Πέτρος Βερνότικο
Cellino San Marco, Τσελίνο / Τσελλίνο Σαν Μάρκο
Francavilla Fontana, Φρανκαβίλα Φοντάνα
Galatone, Galátuna, Γκαλάτουνα, Γαλάτουνα, Γαλατηνή.
Gallipoli, Caḍḍípuli, Καḍḍίπουλη, Καντίπουλη, Καλλίπολις, Καλλίπολη
Lecce, Luppìu, Luppìus, Λύκειο, Λουπίου, Λουπίους, Λουπίοι
Manduria, Μαντούρια
Maruggio, Μαρούτζιο
San Cesario di Lecce, Σαν Τσεζάριο ντι Λέτσε
Squinzano, Σκουϊντζάνο
Taviano, Ταβιάνο
Vernole, Βέρνολε
Στην Καλαβρία:
- Amendolea, Amiddalía, Αμυddαλία, Αμυνταλία, Αμυγδαλία
- Armo, Άρμο
- Bagaladi, Vagaládes, Βαγαλάδες
- Bova Superiore, Chòra tu Vùa, Χώρα του Βούα / Μπόβα
- Bova Marina, Jalò tu Vùa, Γιαλό του Βούα, Γιαλός του Βούα / Μπόβα
- Brancaleone, Μπρανκαλεόνε
- Cardeto, Kardia, Καρδία
- Cataforio, Katachòrio, Καταφώριο, Καταχώριο
- Condofuri, Kontofyria, Κοντοφυρία, Κοντοφούρι ή Condochòri, Κοντοχώρι, Κοντοφυριά,
- Delianuova, Dhelia, Δελιανουόβα, Δέλια, Δηλία,
- Gallicianò, Gaḍḍicianó, Γαḍḍιτσιανό, Γαντιτσιανό, Γαλλικιανό,
- Laganadi, Lachanàdi, Lachanàdes, Λαγανάδι, Λαχανάδι, Λαχανάδες
- Lubrichi, Λουμπρίκι
- Mélito di Porto Salvo, Mèlitos ή Mèlito, Μέλιτος, Μέλιτο ντι πόρτο σάλβο
- Montebello, Μοντεμπέλο
- Mosorrofa, Messòchora, Μεσσόχωρα, Μεσόροφα
- Motta San Giovanni, Μόττα Σαν Τζιοβάνι
- Palizzi, Spiròpoli, Σπιρόπολη, Σπιρόπολις, Σπυρόπολη, Σπυρόπολι
- Paracorio, Παραχώριο [ενώθηκε το 1878 με το Pedovoli / Παιδοβόλι στην Δηλία]
- Pentedattilo, Pentadattilo, Πενταδάττυλο, Πενταδάκτυλο
- Podàrgoni, Podàrghoni, Ποδάργονι
- Polistena, Πολιστένα Πολυστένα,
- Reggio Calabria, Rìghi, Ρήγι, Ρετζιο, Ρήγιον
- Roccaforte del Greco, Vuní, Βουνί, Βουνό, Ροκαφόρτε
- Roghudi, Richùdi / Rigùdi, Chorío, Ρογούδι, Ρηχούδι, Χωρίο / Χωριό, Ρηχώδι,
- Samo, Samu, Σάμου, Σάμο, Σάμος,
- San Pantaleone, Σαν Παντελεόνε, Άγιος Παντελεήμων
- San Lorenzo, Σαν Λορέντζο, Άγιος Λαυρέντιος
- Santa Caterina, Σάντα Κατερίνα, Αγία Αικατερίνη
- San Giorgio, Σαν Τζιόρτζιο, Άγιος Γεώργιος
- Scido. Skidous, Σκιντούς,
- Sinopoli, Xenòpolis, Sinopolis, Ξενόπολις, Σινόπολις, Ξενόπολη, Σινόπολη
- Sitizzano, Σιτιτζανο
- Staiti, Stàti, Στάτη
Στην Βίμπο Βαλέντια Καλαβρίας / La Piana di Monteleone:
Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής θεωρούνται οι Σικελοί Έλληνες, από την Μεσσήνη και το Ρήγιο, που επισήμως ίδρυσαν (τον 7ο αιώνα π.Χ.) το Ιππόνιον, που εποικίσθηκε με πληθυσμό από τους Λοκρούς.
Calimera, Καλημέρα
Dinami, Dynamis, Δύναμις
Filandari, Philandaris, Φιλαντάρις, Φιλάνδαρις
Garopoli, Γκαρόπολη Γκαρόπολις, Γαρόπολη, Γαρόπολις
Ierocarne, Ιεροκάρνε, Ιεροκάρνη
Ionadi, Ionades, Ιωνάντες, Ιωνάδες (= Ίωνες)
Melicuca, Melikukià, Μελικουκιά
Mesima, Μέσιμα / Μεσσήνη
Orsigliadi, Ορσιγκλιάντι / Rhegàdion, Ρηγάδιον
Papaglionti, Παπαγκλιόντι, Παπαλιόντι
Paravati, Παραβάτη
Potame, Ποτάμε, Ποτάμι
Stefanaconi, Στεφανακόνι
Triparni, Τριπάρνη
Εδώ υπάρχει επίσης η Μίλητος / Mileto, τα Τρόπαια (η Τροπέα / Tropea), κ.ά.
Εκτός από αυτά, υπάρχουν και τα ελληνικά χωριά της υπόλοιπης ιταλικής χερσονήσου, αλλά και στην Σικελία, την Σαρδηνία, την Κορσική, κλπ. που κάθε ομάδα είναι μια κατηγορία από μόνη της...
Σύγχρονες γενετικές μελέτες επιβεβαιώνουν την μακροχρόνια γενετική απομόνωση των ελληνόφωνων της Καλαβρίας.[6]
Τέλος, μόνο στο Βασίλειο της Νεάπολης λειτουργούσαν 1.500 ελληνικά μοναστήρια: «…έχουμε έναν εξαιρετικό αριθμό Ελλήνων-μοναχών, που υπήρξαν αντικείμενο κοινού θαυμασμού, και που κράτησαν πάνω τους τα βλέμματα ολόκληρων επαρχιών για την αυστηρότητα της ζωής, για την φήμη της αρετής και για τα καταφανή παραδείγματα προτροπής προς το καλό… Υπήρξαν τα φώτα της μοναστικής διδασκαλίας και πειθαρχίας στην Ιταλία και από τον 8° αι. την λάμπρυναν με την εξαίρετη αγιωσύνη τους…». Μακρύς ο κατάλογος Ελλήνων χριστιανών αγίων της Κάτω Ιταλίας: Αναφέρονται 76 άγιοι! - ΠΗΓΗ: Π. Ροδοτάς, καθηγητής της ελληνικής γλώσσας στην Βιβλιοθήκη του Βατικανού και επίσκοπος των Ελληνορρύθμων της Καλαβρίας (1735) «Dell’ origine del rito Greco in Italia / Περί της προελεύσεως του ελληνικού ρυθμού στην Ιταλία».
ΚΟΥΖΙΝΑ:
Πίττα και λεστόπιττα: παραδοσιακό ελληνο-καλαβριανό ψωμί από την περιοχή της Μποβέσιας.
Ciceri e ttrìa: χυλοπίττες με ρεβίθια. Παραδοσιακό πιάτο της γιορτής του Αγίου Ιωσήφ (19 Μαρτίου) στην Grecia Salentina.
Cranu stompatu - μουλιασμένο σιτάρι.
Ricchiteddhe: είδος μακαρονιών.
Minchiarieddhi: είδος μακριών μακαρονιών.
Sagne ncannulate: φαρδειά νουντλς.
Triddhi: Πάστα ακανόνιστου σχήματος.
Mendulata te cranu: μαντολάτο, επιδόρπιο σαν την παστιέρα, γεμάτο με τυρί κρέμα, μέλι, ζάχαρη και βανίλια.
Le cuddhure (κουλούρα): παραδοσιακό ελληνικό κέικ που φτιάχνεται το Πάσχα.
Tiaulicchiu: καυτερές πιπεριές. Καταναλώνονται ευρέως σε όλην την Σαλεντινή Ελλάδα. Συνήθως αποθηκεύονται στεγνές ή διατηρούνται σε βάζα λαδιού, με την προσθήκη φέτες σκόρδου, μέντας και κάππαρης.
Sceblasti (σκεπαστή): παραδοσιακό είδος χειροποίητου ψωμιού από την περιοχή Σαλεντινής Ελλάδας.
Aggute: Παραδοσιακό ελληνο-καλαβριανό πασχαλινό ψωμί, από την Bovesia, το οποίο παρασκευάζεται με μείγμα αλευριού, αυγών και βουτύρου. Η επιφάνεια διακοσμείται με βαμμένα βραστά αυγά, όπως το ελληνικό τσουρέκι.
Scardateddhi: Παραδοσιακά ελληνο-καλαβριανά γλυκά γάμου, φτιαγμένα από αλεύρι, μέλι και σπόρους γλυκάνισου, που έχουν σχήμα μικρών λουκουμάδων. Ψήνονται σε βραστό νερό και πασπαλίζονται με καστανή ζάχαρη πριν τα σερβίρουν.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ: βιβλίο για την κουζίνα των Grico του Σαλέντο, "Grecia Salentina la Cultura Gastronomica", εκδ. Manni, 2001.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης "Σύγχρονης Ελλάδος περιήγησις". ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 7.5.2001.
[1] Οι αρχαίοι λαοί της αρχαίας ιταλικής χερσονήσου αργότερα «ομογενοποιήθηκαν» ως Ρωμαίοι, πράγμα που είναι λάθος. Οι Ιταλοί χρησιμοποίησαν αυτόν τον όρο (Γραικοί), για να περιγράψουν και όλους τους υπόλοιπους Έλληνες. Παραλλαγές του όρου αυτού, με την πάροδο των αιώνων, επικράτησαν σε όλες σχεδόν τις ξένες γλώσσες της Δύσης ως η ονομασία των Ελλήνων. Οι Λατίνοι χρησιμοποιούσαν αυτόν τον όρο για να αναφερθούν σε όλους τους Έλληνες, αφού ήταν οι πρώτοι εξ Ελλάδος που είχαν επαφή μαζί τους.
Ο Γραικός ήταν γενναίος ήρως, υιός της Πανδώρας (του Δευκαλίωνος, βασιλιά της Φθιώτιδος) και του θεού Θεσσαλού Δία, αδελφός του Λατίνου. Γραικός = γηραιός, παλαιός, αρχαίος > γραία, κλπ.
«Κι η κόρη στον οίκο του ευγενή Δευκαλίωνα, η Πανδώρα, με τον πατέρα Δία, τον οδηγό όλων των Θεών, σμιγμένη στην αγάπη, γέννησε τον χαιρομαχητή Γραικό». – Ησίοδ. Έτσι, Γραικοί, Μάγνητες, Αιολείς, Ίωνες, Αχαιοί, και Μακεδόνες είναι αδέλφια, αφού αυτές φυλές, κατάγονταν από τις κόρες του Δευκαλίωνος.
Οι Έλληνες πριν, λέγονταν Γραικοί («πρώτον μεν Γραικοί, νυν δε Έλληνες» (Πάριον Χρονικόν).
Οι πέτρες που πετούσαν πίσω τους ο Δευκαλίων κι Πύρρα μεταμορφώνταν σε ανθρώπους. Αυτοί ήταν οι Γραικοί. Μετά μετονομάσθηκαν σε Έλληνες, από τον βασιλιά Έλληνα, υιό του βασιλιά Δευκαλίωνος – Απολλόδωρος.
Γραίκες ελέγοντο οι μητέρες των Ελλήνων («Γραίκες δε παρά Αλκμάνι αι των Ελλήνων μητέρες και παρά Σοφοκλεί εν Ποιμέσιν») – βλ. Αλκμάν, Σοφοκλ., Στέφ. Βυζάντιος.
Αυτοί οι Γραικοί λοιπόν, με αρχική κοιτίδα την Θεσσαλο-Βοιωτία-Φθία-Δρυοπίδα μετανάσευσαν δυτικά: Γραικοί ελέγετο μια ομάδα Ελλήνων, που ζούσαν δυτικά των Ελλήνων (δηλ. στην Ήπειρο και την Ιταλία) - Όμηρος. Αλλά και προς τα ανατολικά, αφού ο ποταμός Γρανικός προέρχεται από τον Γραικό, τον γιο του Θεσσαλού – βλ. Στέφ. Βυζ.
Στις μεγάλες πόλεις που έλαβαν μέρος στον εμφύλιο των Ελλήνων πόλεμο της Τροίας, αναφέρεται και η πόλις Γραία (Ομ. Ιλ. Β 498 Κατάλογος των νηών) «Παριόντες δε (οι Πελοπονήσιοι) Ωρωπόν την γην την Γραικήν καλουμένην, ην νέμονται Ωρώπιοι Αθηναίων, υπήκοοι, εδήωσαν». - Θουκ. Β 23,3. Γραική ελέγετο η περιοχή του Ωρωπού – Αριστοτέλης.
Η πόλις Γραία είναι η Ταναγραία (αρχική ονομασία κόρης του Ασωπού). Η Γραία ήταν πολύ μεγάλη σε έκταση: Περιελάμβανε την Αυλίδα, την ευρύχωρη Μυκαλησσό, την πόλη Άρμα, την Θέσπεια – βλ. Όμ., Παυσανίας «Βοιωτικά», 20-24.
Τον 5ο αι. μ.Χ. στο Βιμινάκιον, πόλις Μυσών Θρακών, προς τον Ίστρο ποταμό στα βόρεια Βαλκάνια ένας ελληνόφωνος έμπορος αυτοχαρακτηριζόταν «Γραικός το γένος» - βλ. ιστορικό Πρίσκο. [«Διατρίβοντι δε μοι και περιπάτους ποιουμένω προ του περιβόλου των οικημάτων προσελθών τις, όν βάρβαρον εκ της Σκυθικής ωήθην είναι στολής, Ελληνιστί ασπάζεταί με φωνή, "χαίρε" προσειπών, ώστε με θαυμάζειν ότι γε δή ελληνίζει Σκύθης ανήρ. (...) εγώ δε έφην αιτίαν πολυπραγμοσύνης είναί μοι την Ελλήνων φωνήν. τότε δε γελάσας έφη Γραικός μεν είναι το γένος, κατ' εμπορίαν δε ες το Βιμινάκιον εληλυθέναι την προς τω Ίστρω ποταμώ Μυσών πόλιν» - βλ. «Historici Graeci minors», εκδ. Lud. Dindorfius, Λειψία, 1870, vol. 1 (Prisci Fragmenta)].
Τον 16ο αιώνα στην δημώδη γλώσσα αναφέρεται το «γένος των Γραικών» - βλ. Θ. Ζυγομαλάς.
[2] Γκρίκοι ή Γκραίκοι / Γκραικοί ή Γκραικάνοι > λατ. Graecus > Graeci, Grecs, Greeks, Griegos κλπ. > μειωτική λατινική λέξη Γραικύλος (Graeculus) = ξεπεσμένο, παρηκμασμένο, δουλοπρεπής Έλλην.
[3] Κάνοντας την ομότιμη μαζί με αυτές των αλβανικών, καταλανικών, γερμανικών, ελληνικών (με καταγωγή από την σύγχρονη Ελλάδα), σλοβενικών, και κροατικών εθνικών μειονοτήτων, καθώς και των γλωσσικών μειονοτήτων της γαλλικής, προβενσάλ, φριούλια, ισπανοεβραϊκής, οξιτανικής, και σαρδηνιακής γλώσσης.
[4] ΠΗΓΗ: Bekerman Zvi, Kopelowitz Ezra «Cultural education -- cultural sustainability: minority, diaspora, indigenous, and ethno-religious groups in multicultural societies», εκδ. Routledge, 2008.
Hardy P., Hole Ab., Pozzan Ol. «Puglia & Basilicata», εκδ. Lonely Planet, 2008.
[5] Ο όρος Grecía Salentina (Γκρετσία Σαλεντίνα) είναι νεώτερος.
[6] Βλ. S. Sarno κ.ά. “Genetic history of Calabrian Greeks reveals ancient events and long term isolation in the Aspromonte area of Southern Italy», Scientific reports, vol. 11,1 3045, doi:10.1038/s41598-021-82591-9, 4.2.2021.
arxeion-politismou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου