Το χωριό Μύρο / Μύρον / Μύρου / Μοίρα Τριφυλίας Μεσσηνίας, στον 37ο παράλληλο [37°15′52.60″N 21°44′31.06″E], νότια του ποταμού Σέλλα ή Αρκαδικού[1], απέχει 8 χλμ. από την Κυπαρισσία (5 χλμ. Α. των ΒΔ. ακτών του Ιωνίου πελάγους της Μεσσηνίας).
Ο τόπος κατοικήθηκε τουλάχιστον από τα νεολιθικά χρόνια...
Στον λόφο της Περιστεριάς(*) (1,5 χλμ. βόρεια του χωριού) δεσπόζει ο ομώνυμος αρχαιολογικός χώρος. Κοντά και αρχαιολογικός χώρος του λόφου του «Ελληνικού». Άγνωστο σε ποια αρχαία πολη ανήκε: Στην Αρήνη ή την ομηρική Αμφιγένεια;
Ήταν ένα φυσικό οχυρό με τρεις απότομες πλαγιές και ομαλή πρόσβαση μόνον από την νότια πλευρά. Έχουν αποκαλυφθεί ταφικά μνημεία και οικίες (ΜΕ - ΥΕΙΙΙΒ περίοδο), μεταξύ των οποίων τρεις θολωτοί τάφοι εντός του χώρου και ένας στα νότια του λόφου, τμήμα Ανακτόρου και κυκλικό κτίσμα «απροσδιορίστου χρήσεως» (απ' αυτά που γενικώς καλούνται ευκόλως και απλώς... «κύκλος»)…
«Ο λόφος της Περιστεριάς βρίσκεται σε κομβικής σημασίας θέση. Χάρη στις ανασκαφικές έρευνες των Σπ. Μαρινάτου και Γ. Κορρέ (δεκαετίες του 1960 και 1970) αναγνωρίσθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα μυκηναϊκά κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας χαρακτηριζόμενο ως «Μυκήνες της Δυτικής Πελοποννήσου».
Έφθασε στο απόγειο της ακμής του κατά την πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο (17ος / 16ος αι. π.Χ.) και μέχρι τον 15ο αι. π.Χ. Σε αυτή την περίοδο ο λόφος οχυρώνεται στα νότια με τείχος, αυξάνεται η κατοίκηση και διαμορφώνεται ένα ισχυρό κέντρο, το οποίο διοικούν ηγετικές και προνομιούχες προσωπικότητες, που συγκεντρώνουν τον πλούτο της περιοχής, επιδεικνύοντας εξωστρέφεια και δεκτικότητα στις νέες πολιτισμικές τάσεις της εποχής. Το κύρος και η ισχύς των τοπικών αυτών αρχόντων αναδεικνύεται μέσα από το πλήθος των περίτεχνων κτερισμάτων από χρυσό και άλλα πολύτιμα και ημιπολύτιμα υλικά, που βρέθηκαν ως επί το πλείστον στους θολωτούς τάφους του λόφου. Τα καλλιτεχνικά θέματα, τα υλικά και η τεχνογνωσία των ευρημάτων πιστοποιούν την ευρύτατη χρήση του χρυσού και άλλων εισαγόμενων υλικών και καλλιτεχνημάτων ως προϊόντα του ανταλλακτικού εμπορίου, αλλά και τις επαφές της Περιστεριάς με την Κρήτη και με άλλα μυκηναϊκά κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Μεσογείου και της Ευρώπης[2]. Γύρω στο 1400 / 1300 π.Χ. η Περιστεριά χάνει την διοικητική της σημασία και μετατρέπεται σε απλό πόλισμα, που πιθανότατα δεν ενσωματώθηκε ομαλά στην περιοχή επιρροής του Ανακτόρου του Νέστορος, αλλά την διαδέχθηκε ένα άλλο μυκηναϊκό κέντρο στην θέση «Ελληνικό» Μουριατάδας. Στοιχεία κατοίκησης διαπιστώνονται στον λόφο και κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους».[3]
Είναι κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος.[4]
Ο αρχαιολόγος Σπ. Μαρινάτος ήταν ο πρώτος που ενδιαφέρθηκε γι’ αυτόν. Το 1965 οι εργάτες, προερχόμενοι από το Μύρο, του προκάλεσαν μεγάλη συγκίνηση για την συμβολή τους στη διάρκεια των ανασκαφών, καθώς: «Συγκινητικός υπήρξε ο ενθουσιασμός των εργατών, πάντων κατοίκων Μύρου... Πάντες προσεφέρθησαν να χρησιμεύσουν ως νυκτερινοί φρουροί... Την μεθεπομένη μέραν ευρέθη και το τρίτον κύπελλον, το οποίον έκειτο μονήρες περί τα 50 εκατ. νοτιότερον».[5] Εν συνεχεία ανέλαβε ο Γ. Στ. Κορρές.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκακης "Συγχρονης Ελλαδος περιηγησις".
Οι “Μυκήνες της Δυτικής Πελοποννήσου”
"Σε ένα τοπίο που αναδύει το βάθος της ιστορίας του και μεταδίδει μια υπόκωφη γοητεία υψώνεται ο απρόσιτος από τρεις πλευρές και οχυρωμένος από την τέταρτη πλευρά λόφος της Περιστεριάς. Ο Σπυρ. Μαρινάτος, ο πρώτος ανασκαφέας του, τον αποκάλεσε "Μυκήνες της Δυτικής Πελοποννήσου" για τον πλούτο και την πυκνότητα των ευρημάτων του. Χρυσοφόροι θολωτοί τάφοι, σπίτια, ένα ανάκτορο που έρχεται στο φως από τις ανασκαφές του υπογραφομένου, απλώνονται στην κορυφή του λόφου, που δεσπόζει πάνω από τον ποταμό Κυπαρισσήεντα, περίπου ένα χιλιόμετρο από τις εκβολές του στον κόλπο της Κυπαρισσίας, ελέγχοντας το πέρασμα από την εύφορη τριφυλιακή ενδοχώρα προς την θάλασσα.
Στα δυτικά του ένα μικρό ρέμα μεταφέρει νερό από το βουνό στην σπηλαιώδη πηγή στα ριζά του λόφου της Περιστεριάς και είναι ένας από τους βασικούς λόγους χρήσης του χώρου. Η Περιστεριά και οι γύρω λόφοι (Καράγενη και Κοκοράκου) είχαν κατοικηθεί από τους Μεσοελλαδικούς χρόνους, δηλαδή από τον 20ό μέχρι και τον 17ο αιώνα π.Χ.
Κομμάτια αγγείων και εργαλείων ακόμη πρωιμότερων εποχών (Νεολιθική εποχή 4η χιλιετία π.Χ.) δείχνουν ότι η περιοχή είχε χρησιμοποιηθεί και ακόμη παλαιότερα, χωρίς να έχει εντοπισθεί ακόμη κάτι πιο συγκεκριμένο.
Στα Μεσοελλαδικά χρόνια στον λόφο του Κοκοράκου (θέση Καλντερίμι) δημιουργήθηκε ένα ταφικό μνημείο με την μορφή του τύμβου, διαμέτρου 16-20 μ. και ύψους 4 μ., που είχε 1 - 2 ταφικούς πίθους σε οριζόντια θέση. Οι νεκροί ήταν τοποθετημένοι σε συνεσταλμένη στάση μέσα στους πίθους. Οι ιδιοκτήτες του χωραφιού, στο οποίο βρισκόταν ο τύμβος, φρόντισαν να τον καταστρέψουν πριν οι αρχαιολόγοι προχωρήσουν στην συστηματική δεύτερη φάση της ανασκαφής του, μετά τον αδόκητο θάνατο του Σπ. Μαρινάτου.
Την ίδια περίοδο, επάνω στον λόφο της Περιστεριάς, σώζεται μια οικία με πολλά δωμάτια. Κάτω από τα δάπεδα των δωματίων και των αυλών της οι ανασκαφές απεκάλυψαν ένα δράμα: επτά μικροί κιβωτιόσχημοι τάφοι περιείχαν πολλαπλές ακτέριστες ταφές μικρών παιδιών, που ήταν προφανώς θύματα επιδημίας. Αμέσως μετά, εκεί στο τέλος της Μεσοελλαδικής, αρχές της Υστεροελλαδικής εποχής, δηλαδή στις αρχές του 16ου αιώνα π.Χ. αρχίζει η κορυφαία περίοδος της Περιστεριάς. Τα χρόνια της μεγάλης ακμής, του πλούτου, των μεγάλων οικοδομημάτων. Αρχίζει η εποχή της μεγάλης γνώσης, των ταξιδιών, του εμπορίου, η εποχή που η τέχνη είτε πρόκειται για την αγγειοπλαστική και την αγγειογραφία είτε για την μεταλλοτεχνία φτάνει σε επίπεδα τελειότητας. Ένας μικρός χρυσοφόρος τάφος στην εξωτερική δυτική πλευρά του τύμβου του θολωτού τάφου 1 δίνει μια ισχυρή πρόγευση αυτών που προαναφέρουμε.
Είναι ο παλαιότερος τάφος της Περιστεριάς με ταφές και ανακομιδές κτερισμένες με στέμματα, με χρυσά περιδέραια, χρυσό και χάλκινο αγγείο, αργυρόηλο κεκαμμένο χάλκινο ξίφος (το αρχαιότερο παράδειγμα του μυκηναϊκού αυτού εθίμου ταφής), λίθινες αιχμές από βέλη, πήλινα μινυακά αγγεία.
Ο μινυακός ρόδακας, ευρεθείς στον Λόφο Περιστεριάς Μύρου.
Ο τάφος αυτός αποδεικνύει ότι ο χρυσός χρησιμοποιείτο σε σημαντικές ποσότητες πριν από τα τέλη της Μεσοελλαδικής εποχής και σε άλλα μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας εκτός από την Αργολίδα και συγκεκριμένα τις πολύχρυσες Μυκήνες. Και δείχνει την σημασία της Μεσσηνίας στην γένεση και στην διαμόρφωση αυτού του πολιτισμού που τον λέμε Μυκηναϊκό και ήταν ο πρώτος ελληνικός πολιτισμός [σ.σ.: Σφάλλει εδώ ο Κορρές: Προηγούνται οι ελληνικοί πολιτισμοί των Μινωιτών Κρητών, των Μινύων Θεσσαλών, των Κυκλαδιτών, κ.ά.].
Αυτή την εποχή, την Μυκηναϊκή, η Μεσσηνία που με στατιστικούς τύπους υπολογίζεται ότι διέθετε περί τους 10.000 κατοίκους στα Μεσοελλαδικά χρόνια, γνωρίζει μια πληθυσμιακή έκρηξη: φτάνει τους 50.000 κατοίκους κατά τους R. Hope Simpson και W. A. McDonald, τους 80.000 - 120.000 κατοίκους κατά τον Chadwick και διαθέτει, τουλάχιστον, 250 χωριά. Τα ονόματα μερικών απ' αυτά τα χωριά έχουν σωθεί μέχρι τις ημέρες μας μέσα από τις πινακίδες της Γραμμικής γραφής β που βρέθηκαν στο ανάκτορο του Εγκλιανού.
Στην Περιστεριά έχουν ανασκαφεί τέσσαρις θολωτοί τάφοι: τρεις για τους δυνάστες της περιοχής (άραγε να ήταν άνακτες, ηγέτες του λαού, βασιλείς, ποιον από τους τίτλους που σώζονται στις πινακίδες να είχαν;). Ο παλαιότερος είναι ο λεγόμενος θολωτός τάφος 3. Κτίσθηκε στην δυτική κλιτύ του λόφου και διετήρησε πολλά από τα χρυσά κοσμήματα που συνώδευαν τις λιγοστές ταφές.
Είχε διάμετρο 6,90 μ. και ήταν ο μικρότερος των τριών. Έδωσε πλούσια ευρήματα, όπως είναι δύο μεγαλόσχημοι αμφορείς, ένα ασημένιο κύπελλο, ένα μεγάλο χρυσό διάδημα, ένα μεγάλο χρυσό κύπελλο όμοιο με ένα των Μυκηνών, ένα χρυσό κύπελλο τύπου Κεφτιού [σ.σ.: Δηλ. κρητικό], ένα χρυσό μόνωτο κύαθο (που ονομάσθηκε κύπελλο τύπου Περιστεριάς), πλήθος από χρυσά φυλλάρια και κοσμήματα που παριστάνουν ψυχές (χρυσαλλίδες), ρόδακες, τρίτωνες, καρδιόσχημα φύλλα, γλαύκες, περιδέραια, υπολείμματα από οδοντόφρακτα κράνη, 34 αιχμές βελών που πρέπει να βρίσκονταν μέσα σε φαρέτρα που δεν σώθηκε, κομμάτια από ξίφος και παραξιφίδες κ.τ.λ. Οι ταφές του ήταν μόνον δύο και αυτό διότι η θόλος του τάφου κατέπεσε συντόμως.
Την ίδια εποχή, κατά την Υστεροελλαδική Ι περίοδο, κτίζεται και ο νότιος θολωτός τάφος που ανήκει στο νεκροταφείο του πληθυσμού. Έχει διάμετρο 5,08 μ. και είχε χρησιμοποιηθεί για περισσότερες από 15 ταφές. Χρονικά κάλυψε όλο τον 16ο και 15ο αιώνα π.Χ. Μπορεί να μην είχε τον πλούτο που είχαν οι τρεις δυναστικοί θολωτοί τάφοι, αλλά είχε κι αυτός αρχιτεκτονικές πρωτοτυπίες στην κατασκευή του.
Στα τέλη της Υστεροελλαδικής Ι περιόδου κατασκευάζεται ο θολωτός τάφος 2, διαμέτρου 10,60 μ., ο οποίος χρησιμοποιείται ουσιαστικά στην επόμενη φάση, την Υστεροελλαδική ΙΙ (15ος αι. π.Χ.). Σύντομα έπεσε η θόλος του και έπαψε η χρήση του. Στον ταφικό θάλαμο είχε συγκεντρωθεί μέγα πλήθος πολυτίμων ευρημάτων: χρυσά, χάλκινα και ασημένια σκεύη, απειράριθμα λεπτά χρυσά φύλλα, πολλά κιλά από θραύσματα χάλκινων αγγείων, χάλκινα ξίφη, παραξιφίδες με επιχρυσωμένα καρφιά, σκεύος με πολύτιμες ενθέσεις από χρυσά κρίνα, ασημένια δελφίνια, ρόδακες, εισηγμένοι πιθαμφορείς ανακτορικού ρυθμού, μικρά δισκάρια, χρυσές μέλισσες, χρυσοί θύσανοι, περιδέραιο ηλέκτρου, ενός προϊόντος που προδίδει εμπόριο. Απ' έξω από τον τάφο βρέθηκε γυναικείο ειδώλιο του τύπου Πετσοφά [σ.σ.: ιερό κορυφής στην Σητεία Λασυθίου Κρήτης].
Οι τάφοι 3 και 2 περικλείονταν μετά την καταστροφή του 3ου και πριν από την καταστροφή του 2ου από αναλημματικό τοίχο στη νότια και νοτιοδυτική πλευρά, Νεώτερος από όλους τους θολωτούς τάφους της Περιστεριάς είναι ο θολωτός τάφος 1, ο μεγαλύτερος όλων. Ο δρόμος του έχει μήκος 12 μ. και πλάτος 3,30 μ. Το στόμιο, ύψους 5,10 μ., μήκους 6 μ. και πλάτους 2,33 μ., ήταν κλειστό με αργολιθοδομή. Στην αριστερή πλευρά της πώρινης πρόσοψης είναι χαραγμένα δύο μινωικά λατομικά σημεία. Το ανώφλι του στομίου αποτελούν τρεις μεγάλοι λαξευμένοι λίθοι μέχρι 22 τόνους έκαστος. Η διάμετρος του τάφου ανέρχεται σε 12,04 μ. Είναι ο μεγαλύτερος θολωτός τάφος της Μεσσηνίας και της δυτικής Πελοποννήσου. Ο τάφος ήταν συλημένος ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια και καμία ταφή δεν διατηρήθηκε. Από τα απομεινάρια των κτερισμάτων καταλαβαίνουμε τον αρχικό πλούτο του τάφου. Μας κάνουν να τον υποψιασθούμε τα χρυσά φύλλα, τα πάμπολλα χρυσά κομψοτεχνήματα, όπως η μικρή χρυσή ψήφος που απεικονίζει ένα κούμαρο και είναι ένα από τα θαυμασιότερα έργα της αρχαίας χρυσοχοϊκής τέχνης, το χρυσό έλασμα σε σχήμα ψαριού με παράσταση μινωικής τελετουργικής πομπής που θυμίζει την παράσταση του αγγείου των θεριστών, χρυσά καρδιόσχημα ελάσματα, περιδέραια από αμέθυστο, υπολείμματα από οδοντόφρακτα κράνη. Ανάμεσα στα ευρήματα περιλαμβάνονται τουλάχιστον 10 εισηγμένοι πιθαμφορείς ανακτορικού ρυθμού.
Όλα τα ευρήματα της Περιστεριάς εκτίθενται και φυλάσσονται στο Μουσείο της Χώρας Τριφυλίας, διότι η Κυπαρισσία δεν διαθέτει αρχαιολογικό μουσείο. Στον λόφο της Περιστεριάς έχουν ανασκαφεί διάφορες μυκηναϊκές οικίες. Σημαντικότερο όλων φαίνεται να είναι μέγαρο στο βόρειο τμήμα του λόφου με παχύτατους τοίχους, πλουσιότατη κεραμική που ίσως να είναι το ανάκτορο του ηγέτη.
Παλαιότερα ορισμένοι υποστήριξαν ότι η Περιστεριά μπορεί να ήταν στον Νηών Κατάλογο της Ιλιάδος η Αρήνη, η παλαιά πρωτεύουσα των Νηλειδών. Αλλά και ο Κακόβατος έχει τα ίδια προσόντα. Τα ερωτηματικά παραμένουν και μάλλον δεν θα απαντηθούν ποτέ για την ταυτότητα αυτής της υποβλητικής θέσης. Μένουν, όμως, να απαντηθούν πάρα πολλά στοιχεία ακόμη με την συνέχιση της ανασκαφής".
και Κλασσικών Αρχαιοτήτων ΔΕΝ αναφέρει τίποτε...
(*) Ο λόφος της Περιστεριάς στην Τριφυλία, με τους πλούσιους και χρυσοφόρους τάφους και τα πυκνά οικιστικά κατάλοιπα, υπήρξε το πλουσιότατο κέντρο της Δυτικής Πελοποννήσου κατά την πρώιμη Μυκηναϊκή περίοδο και επί πλέον ήταν το «πάρισον των Μυκηνών για την Δυτική Πελοπόννησο».
Οι ανασκαφές στην Περιστεριά ξεκίνησαν τον Σεπτέμβρη του 1960 υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, με επί κεφαλής τον Σπ. Μαρινάτο και συνεχίστηκαν συστηματικά ως το 1965. Το 1976, μετά από 11χρονη διακοπή, οι ανασκαφικές εργασίες επαναλήφθηκαν με τον Γ. Κορρέ έως και το 1978.
Ο επιβλητικός λόφος της Περιστεριάς, βρίσκεται δίπλα στη νότια όχθη του ποταμού Κυπαρισσήεντα σε απόσταση 4,5 χλμ. από τις εκβολές του και δεσπόζει μέχρι την είσοδο του Μεσσηνιακού Αυλώνα, που συνδέει την κοιλάδα Σουλιμά με την δυτική ακτή της Πελοποννήσου, βρίσκεται δηλ. πάνω σε αυτήν την σημαντική υδάτινη οδό, που συνδέει την Άνω Μεσσηνία με την Δυτική Πελοπόννησο.
Ο λόφος της Περιστεριάς, φυσικά οχυρός υψώνεται απότομος από τις τρεις πλευρές του και έχει ομαλή πρόσβαση μόνο από την νότια πλευρά, όπου δεν αποκλείεται να είχε δημιουργηθεί οχύρωση κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους.
Στη βορειοδυτική πλευρά στα ριζά του λόφου υπάρχει και πλούσια πηγή (Δροσοπηγή) που, αναμφισβήτητα ήταν βασική αιτία για την κατοίκηση της θέσης. Στην κορυφή του λόφου υπάρχει παχύτατο στρώμα κροκαλών, πράγμα που υποδηλώνει ότι σε παλαιότερη γεωλογική εποχή ήταν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Οι κροκάλες αυτές χρησιμοποιήθηκαν ως βασικό οικοδομικό υλικό για τα μνημεία της Περιστεριάς.
Η συνέχεια κατοίκησης στους γειτονικούς λόφους Κοκοράκου, τύμβος του 2200 π.Χ., και Καράγενη καθ’ όλην την Μεσοελλαδική εποχή και σε όλα τα Μυκηναϊκά χρόνια υποδηλώνει την σημασία της περιοχής, που με κέντρο την Περιστεριά συγκέντρωσε μεγάλο πλούτο και δύναμη, όπως καταφαίνεται από την πυκνή της κατοίκηση και τους πολύχρυσους θολωτούς τάφους.
Στο λόφο έχουν ανασκαφεί τρεις θολωτοί Μυκηναϊκοί τάφοι και έχουν αποκαλυφθεί κατάλοιπα οικιών, καθώς και περιβόλων, ενώ ένας τέταρτος θολωτός τάφος, ο λεγόμενος Νότιος Θολωτός τάφος 1, βρέθηκε σε οικόπεδο νότια του λόφου, εκτός του περιφραγμένου αρχαιολογικού χώρου
Τα ευρήματα δείχνουν, πως ο λόφος, με τα κτίσματά του ταφικά και μη, χρησιμοποιήθηκε από την Μεσοελλαδική εποχή έως και το τέλος της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΒ φάσης, ενώ σε ένα σημείο του, στα νοτιανατολικά πάνω από την Μυκηναϊκή ΝΑ. Οικία βρέθηκαν και κατάλοιπα οικίας πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων. Οι τάφοι, οι οικίες και οι λοιπές κατασκευές δεν είναι όλα σύγχρονα, αλλά αλληλοδιάδοχα χρονικά δηλ. χτίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν σε διαφορετικές φάσεις της Μεσοελλαδικής και Υστεροελλαδικής εποχής, ωστόσο οι φάσεις χρήσης κάποιων συμπίπτουν.
Οι αρχαιότερες κατασκευές πάνω στο λόφο, που χρονολογούνται στο τέλος της Μεσοελλαδικής εποχής, 2000 π.Χ., εντοπίζονται στην περιοχή γύρω από τον μεγάλο, αναστηλωμένο σήμερα, θολωτό τάφο 1. Πρόκειται για:
Α. Τον μικρό χρυσοφόρο τάφο, που αποκαλύφθηκε στα δυτικά, δίπλα και χαμηλότερα από την εξωτερική πλευρά του δυτικού τμήματος του περιβόλου του τύμβου του θολωτού τάφου 1, ευθύς κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, και
Β. Την Ανατολική Οικία, στα ανατολικά του.
Ο μικρός χρυσοφόρος τάφος
Ο τάφος είναι μικρού ύψους, ακανόνιστου σχήματος, σχεδόν τετράγωνος, με αποστρογγυλεμένες γωνίες, κτισμένος με πλακωτούς ασβεστολιθικούς λίθους και λεπτότατες ασβεστολιθικές καλυπτήριες πλάκες, που υποστηρίζονταν από ξύλινες δοκούς. Στο Α, Β, Δ-ΝΔ. τμήμα του είχαν συγκεντρωθεί με ανακομιδή τα οστά των παλαιότερων ταφών, ενώ το Β τμήμα του καταλάμβανε διπλή ταφή. Ο τάφος αυτός ήταν ιδιαίτερα πλούσιος σε χρυσά ευρήματα γι’ αυτό και αναφέρεται στην βιβλιογραφία ως «χρυσοφόρος». Ανάμεσα στα πιο σημαντικά ευρήματά του ξεχωρίζουν:
- Από την διπλή ταφή: ένα πυριτολιθικό εργαλείο υπόλευκου χρώματος και γλωσσωτού σχήματος, 8 χρυσοί ρόδακες με εξάρτημα και σωληνίσκο εξαρτήσεως μέσα σε μόνωτη κύλικα, και ένα κεκαμμένο χάλκινο ξίφος τύπου Α, το οποίο και αποτελεί το παλαιότερο παράδειγμα αυτού του μυκηναϊκού εθίμου ταφής, που είναι γνωστό και από άλλους μεσσηνιακούς τάφους (Κακοβάτου, Ρούτση, Εγκλιανού, Νιχωρίων)
- Από τις ανακομιδές: χρυσός κάνθαρος μινυακού τύπου με διακοσμημένες λαβές, χρυσές ατρακτοειδείς ταινίες με έκκρουστη διακόσμηση, ένα περιδέραιο με χρυσές κρινοειδείς ψήφους, 25 όμοιοι χρυσοί ρόδακες, ακόσμητες χρυσές ταινίες, πήλινα μινυακά αγγεία του τέλους ακριβώς της Μεσοελλαδικής εποχής.
Ο τάφος αυτός, που είναι και ο παλαιότερος της Περιστεριάς έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί αποδεικνύει, ότι ο χρυσός χρησιμοποιούνταν σε σημαντική ποσότητα ήδη πριν από τα τέλη της Μεσοελλαδικής εποχής και σε άλλα μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας εκτός από την Αργολίδα και ότι δεν ήταν πλούσιοι σε χρυσό μόνο οι κάτοικοι των Μυκηνών της Πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής, αλλά και οι σύγχρονοί τους της υπόλοιπης Πελοποννήσου.
Αποτελεί πράγματι την αρχαιότερη ομάδα χρυσών ευρημάτων στην περιοχή, που είναι πιθανόν να αποκτήθηκαν μέσω εμπορικών συναλλαγών με την Κρήτη.
Η ανατολική οικία
Σύγχρονη με τον μικρό χρυσοφόρο τάφο, είναι η λεγόμενη, Ανατολική Οικία, όπως δείχνουν τα ευρήματα αμαυρόχρωμης κεραμικής της τελευταίας φάσης της Μεσοελλαδικής εποχής. Το κτίσμα αυτό αποτελείται από πολλούς χώρους, των οποίων οι τοίχοι σώθηκαν σε ύψος έως και 1 μ. καθ' ότι χρησιμοποιήθηκαν ως αναλημματικοί τοίχοι για τον τύμβο του μεταγενέστερου παρακείμενου τάφου (θολωτός τάφος 1).
Βρέθηκαν κατά βάση αντικείμενα οικιακής χρήσης ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει ένα πήλινο κύπελλο τύπου Κεφτιού [σ.σ.: Δηλ. κρητικό] με γραπτή διακόσμηση. Κάτω από τα δάπεδα των δωματίων και των αυλών της, εντοπίστηκαν 7 μικροί κιβωτιόσχημοι τάφοι με πολλαπλές παιδικές ταφές, χωρίς κτερίσματα. Η οικία καταστράφηκε στα τέλη της Πρώιμης Μυκηναϊκής περιόδου (ΥΕΙ) για να κατασκευαστεί ο μεγάλος θολωτός τάφος 1.
Στις αρχές της Πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής χρονολογούνται δύο ακόμη οικίες στο Βόρειο τμήμα του λόφου:
α) η Βόρεια Οικία, που αποτελεί το βορειότερο κτίσμα του αρχαιολογικού χώρου στο δάπεδο της οποίας βρέθηκαν επίσης δύο κιβωτιόσχημοι παιδικοί τάφοι και
β) κατάλοιπα οικίας στο ΒΔ τμήμα, με χονδροειδή και αδριατική κεραμική και πήλινα ομοιώματα μεταλλικών αγγείων. Στην ίδια φάση οικοδομείται και ο αρχαιότερος των θολωτών τάφων του λόφου, ο θολωτός τάφος 3, στην Δυτική παρυφή του λόφου.
Ο θολωτός τάφος 3
Ο μικρότερος σε μέγεθος θολωτός τάφος, διατήρησε πολλά από τα χρυσά κτερίσματα, που είχαν εναποτεθεί στις λιγοστές ταφές του ταφικού του θάλαμο. Τα ευρήματα αλλά και τα στοιχεία πρωιμότητας στη κατασκευή του (μικροί πλακωτοί ασβεστόλιθοι στην πρόσοψη, στο στόμιο και στο θάλαμο, δύο μεγάλες πλάκες για θεμέλιο στις γωνίες της πρόσοψης, που εξείχαν ελαφρά), χρονολογούν το μνημείο στην πρώιμη ΥΕΙ φάση. Η διάμετρος του ταφικού θαλάμου είναι 6,90 μ., ενώ από τη θόλο του σώζεται, σήμερα, μόνο το ανατολικό της τμήμα σε ύψος 2 μ. Ο τάφος είχε δύο φάσεις χρήσης, κατά την Υστεροελλαδική Ι, όπως φαίνεται από το πεταλόσχημο σκάμμα, σε βαθύτερο επίπεδο, που ανοίχτηκε εμπρός από τη είσοδό του και έφτανε ως το κέντρο του θαλάμου.
Στο σκάμμα, που περιείχε δυο ανακομιδές, βρέθηκαν δύο μεγαλόσχημοι αμφορείς, που χρονολογούν το σύνολο στην μεταβατική φάση, από την Μεσοελλαδική στην Υστεροελλαδική Ι εποχή.
Από τον θολωτό τάφο 3 της Περιστεριάς, 1600 / 1500 π.Χ. Κύπελλο τύπου Keftiu [σ.σ.: Δηλ. κρητικό], που φέρει ελαφρά πρόσμιξη αργύρου, ως εκ τούτου το χρώμα του είναι λευκότερο από των λοιπών χρυσών αντικειμένων που βρέθηκαν στον τάφο 3 της Περιστεριάς. Διακοσμείται από δυο ανάγλυφες σειρές συνεχιζόμενης σπείρας και από ομόκεντρους κύκλους στον πυθμένα. Προέρχεται. Παράλληλα είναι φυσικά τα αντίστοιχα εξαιρετικής τέχνης κύπελλα των Μυκηνών και κύπελλα από τον τάφο του Senenmut στις Θήβες της Αιγύπτου. Έχουν πάρει το όνομά τους από το λαό που απεικονίζεται σε αιγυπτιακές ταφικές τοιχογραφίες από τις Θήβες φέροντας δώρα μεταξύ των οποίων και τα κύπελλα του εν λόγω σχήματος.
Από το τμήμα του ταφικού θαλάμου προήλθε πλήθος χρυσών ευρημάτων ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν: διάδημα με έκκρουστη διακόσμηση, κύπελλο όμοιο προς ένα των Μυκηνών, κύπελλο τύπου Κεφτιού [σ.σ.: Δηλ. κρητικό], αβαθής μόνωτος κύαθος που ονομάστηκε από τον Schachermeyr κύπελλο τύπου Περιστεριάς.
Επίσης βρέθηκαν πλήθος χρυσά φυλλάρια, κόσμημα από λεπτό χρυσό έλασμα με παράσταση αντοπών ψυχών (χρυσαλίδων), ροδάκων, τριτόνων, καρδιόσχημων φύλλων, γλαυκών, χρυσοί σωληνίσκοι για την εισαγωγή νημάτων πολύπλοκων περιδεραίων, αλλά και ψήφοι αμέθυστου και σαρδίου καθώς και ένα αργυρό κύπελλο διαλυμένο.
Από το θολωτό τάφο 3 της Περιστεριάς, 1600 / 1500. Το κύπελλο έχει σχήμα που ανήκει στην κατηγορία Keftiu [σ.σ.: Δηλ. κρητικό] και μια μεσαία ανάγλυφη ζώνη και ατέρμονες σπείρες που καλύπτουν ολόκληρη την επιφάνεια του. Ο πυθμένας εμφανίζει ομόκεντρους κύκλους και το σπάνιο στοιχείο μιας κεντρικής στρογγυλής οπής.
Η ταυτότητα ενός από τους νεκρούς του τάφου μαρτυρείται από τον πολεμικό εξοπλισμό: αιχμές βελών, χαυλιόδοντες κάπρου από επένδυση οδοντόφρακτων κρανών, χάλκινοι ήλοι από ξίφος. Ο τάφος σταμάτησε να χρησιμοποιείται σύντομα, κατά την ΥΕΙ/ ΙΙ, οπότε και καταστράφηκε, όταν χτίστηκε το Δ.-ΒΔ. τμήμα του «Κύκλου» (ανωτέρω φωτογραφία), δηλ. του περιβόλου που τον διαχωρίζει από την παρακείμενη Δυτική Οικία. Οι νεότερες αυτές κατασκευές εξαφάνισαν τον δρόμο του τάφου. Οι λίθοι της κατεστραμμένης θόλου απομακρύνθηκαν και επαναχρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό σε άλλα κτίσματα του λόφου.
Οι χρυσές γλαύκες
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για τις χρυσές γλαύκες (κουκουβάγιες - ανωτέρω φωτογραφία). Επειδή και στον Κακόβατο, που είναι αντίστοιχο σε αξία και χρονολόγηση Μυκηναϊκό κέντρο της προϊστορικής Τριφυλίας, βρέθηκαν ίδιες χρυσές γλαύκες, ο Σπ. Μαρινάτος τα ταύτισε με ένα από τα εμβλήματα της βασιλικής οικογένειας των Νειλήδων. Μετά την πτώση των Μυκηναϊκών κέντρων, το 1100 περίπου, πολλοί Τριφύλιοι κατέφυγαν στην Αθήνα και λόγω της πνευματικής τους αξίας και ικανότητος αναγνωρίσθησαν ώς πρώτοι Άρχοντες των Αθηνών. Ο ηγέτης τους Μέλανθος ανακηρύχθηκε Βασιλιάς των Αθηνών, όπως αργότερα ο γιός του Κόδρος, ο θρυλικός τελευταίος Βασιλεύς των Αθηνών, όπως βεβαιώνει ο ιστορικός Στράβων. Είναι λοιπόν πάρα πολύ πιθανόν το έμβλημα των γραμμάτων και του πολιτισμού αλλά και της θεάς Αθηνάς, η κουκουβάγια να μεταφέρθηκε στην Αθήνα από την Τριφυλία.
Ο Νότιος θολωτός τάφος 1
Κατά την Υστεροελλαδική Ι φάση οικοδομήθηκε και ο Νότιος θολωτός τάφος 1, σε απόσταση 100 μ. νοτιότερα του «Κύκλου». Ήταν ελεύθερος, δηλ. χωρίς τύμβο, ωστόσο η θόλος έφερε πιθανότατα επικάλυψη από υδατοστεγή πηλό.
Ο οικογενειακός αυτός τάφος είχε χρησιμοποιηθεί για παραπάνω από 15 ταφές, με την αρχαιότερη να ανάγεται στην αρχή της Μυκηναϊκής εποχής (ΥΕΙ) και την τελική φάση χρήσης να εκτείνεται ως την ΥΕΙΙΙΑ:1 φάση, δηλ. χρησιμοποιήθηκε κατά το -16ο και το -15ο αιώνα. Εκτός από αγγεία δεν βρέθηκαν μεταλλικά αντικείμενα στον τάφο.Φαίνεται πως αποτέλεσε το νεκροταφείο του πληθυσμού της Περιστεριάς.
Η διαπίστωση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί αποδεικνύει πως συγχρόνως με τους ηγεμόνες της περιοχής είχαν και οι απλοί άνθρωποι τη δυνατότητα να χτίζουν παρόμοιους τάφους και μάλιστα σε διαστάσεις ελάχιστα μικρότερες. Υπήρχε δηλ. άρχουσα τάξη αλλά ο βαθμός υποτέλειας ήταν πολύ μικρός. Οι μεγαλογαιοκτήμονες της περιοχής με την κατοχή μεγαλύτερης ποσότητας χρυσού είχαν τη δυνατότητα να κτερίζουν τους νεκρούς τους με μεταλλικά κτερίσματα και να κτίζουν μεγαλύτερους τάφους.
Ο Θολωτός τάφος 2
Στο τέλος της ΥΕΙ και στην αρχή της ΥΕΙΙ, δημιουργούνται δύο νέα ταφικά κτίσματα κατασκευάζονται, οι θολωτοί τάφοι 1 και 2.
Ο θολωτός τάφος 2 είναι λίγο προγενέστερος του 1 και ανάγεται στα τέλη της ΥΕΙ φάσης. Ήταν σε χρήση κατά την ΥΕ ΙΙ περίοδο, αλλά κατέρρευσε η θόλος του, γεγονός που τερμάτισε τη λειτουργία του. Η διάμετρος της θόλου, που έχει σωθεί σε ύψος 3,50μ. ανέρχεται σε 10,60μ. Στον ταφικό θάλαμο εντοπίστηκαν θραύσματα από 3 τουλάχιστον εισηγμένους πιθαμφορείς ανακτορικού ρυθμού και συλλέχθηκε πλήθος χρυσών, αργυρών και χαλκών αντικειμένων: απειράριθμα λεπτά χρυσά φυλλάρια, κοίλα θραύσματα χάλκινων αγγείων, χάλκινα ξίφη, σκεύος με ένθετη διακόσμηση χρυσών κρίνων, αργυρών δελφινιών και νίελο, χρυσοί θύσανοι κ.α.
Ιδιαίτερης σημασίας εύρημα είναι οι χάνδρες από ήλεκτρο, που υποδηλώνει ότι το εμπόριο του ηλέκτρου με τη Βόρεια Θάλασσα επεκτεινόταν σε όλες τις σημαντικές μυκηναϊκές θέσεις της Νοτιοδυτικής-Δυτικής Πελοποννήσου (Κακόβατος, Εγκλιανός, Ρούτσι, Τραγάνα, Κουκουνάρα, Βοϊδοκοιλιά). Ένα ακόμη σημαντικό εύρημα, ενδεικτικό των επαφών με τη Μινωική Κρήτη, είναι ένα ολόσωμο πήλινο ειδώλιο τύπου Πετσοφά.
Ο θολωτός τάφος 2 είναι λίγο προγενέστερος του 1 και ανάγεται στα τέλη της ΥΕΙ φάσης. Ήταν σε χρήση κατά την ΥΕΙΙ περίοδο, όταν κατέρρευσε η θόλος του, και μετά εγκαταλείφθηκε. Στον ταφικό θάλαμο εντοπίστηκαν θραύσματα από 3 τουλάχιστον εισηγμένους πιθαμφορείς ανακτορικού ρυθμού καθώς και πλήθος χρυσών, αργυρών και χαλκών αντικειμένων. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η εύρεση χανδρών από ήλεκτρο, υλικό εισηγμένο από τη Βαλτική και γνωστό και από άλλες ανασκαφικές θέσεις της Μεσσηνίας. Ένα ακόμη σημαντικό εύρημα, ενδεικτικό των επαφών με τη Μινωική Κρήτη, είναι ένα ολόσωμο πήλινο ειδώλιο τύπου Πετσοφά.
Στο εσωτερικό του τάφου ήδη από την Μυκηναϊκή εποχή ανέβλυζε νερό, και γι’ αυτό σχηματίστηκε αγωγός με καλυπτήριες πλάκες κατά μήκος του στομίου και του δρόμου ως το νότιο-νοτιοανατολικό τμήμα του «Κύκλου», που κατασκευάστηκε σε φάση μεταγενέστερη της κατασκευής του τάφου, άγνωστο πότε ακριβώς.
Ο «Κύκλος» μέχρι σήμερα παραμένει μια προβληματική κατασκευή, που η λειτουργία της δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως. Ο πρώτος ανασκαφέας, Σπ. Μαρινάτος είχε υποστηρίξει ότι είναι πιθανόν να αποτελούσε περίβολο τύμβου, που κάλυπτε τους θολωτούς τάφους 2 και 3.
Η υπόθεση αυτή, διαψεύστηκε από τις πιο πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες της δεκαετίας του 1970 επί Γ. Κορρέ, όποτε και διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για δύο ανεξάρτητα τόξα, που βαίνουν απλώς επί της ίδιας περιφέρειας. Είναι πιο πιθανό ότι ο «Κύκλος» κατασκευάστηκε για να διαχωριστεί ο παλαιότερος χώρος του νεκροταφείου των δυναστών από τον χώρο κατοίκησης που εκτείνεται προς νότο και ανοικοδομήθηκε σε φάση μεταγενέστερη της χρήσης των τάφων.
Ο θολωτός τάφος 1
Ο νεότερος από τους Βασιλικούς θολωτούς τάφους είναι ο θολωτός τάφος 1 (ΥΕΙΙ), στο κέντρο σχεδόν του λόφου. Είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος από τους θολωτούς τάφους.
Έχει επιμελημένη πρόσοψη με λίθινη επένδυση από πωρόλιθο σε όλο της το ύψος. Το στόμιο ιδιαίτερα επιβλητικό, ύψους 5,10 μ., πλάτους 2,33 μ., μήκους 6 μ., ήταν κλειστό με αργολιθοδομή. Στην αριστερή πλευρά της πώρινης πρόσοψης είναι χαραγμένα δυο κνωσιακά λατομικά σημεία: κλαδί και διπλός πέλεκυς. Το ανώφλι του στομίου αποτελείται από τρία μεγάλα μέρη βάρους μέχρι 22 τόνων το καθ' ένα (από πωρόλιθο ή αμυγδαλίτη), ενώ πιστεύεται ότι υπήρχε και ανακουφιστικό τρίγωνο ώστε το υπερκείμενο βάρος να κατανέμεται στις δύο πλευρικές παραστάδες. Ο τάφος κτίστηκε αφού σχηματίστηκε τεράστιος κύλινδρος για την κατασκευή του οποίου καταστράφηκε τμήμα της παρακείμενης Ανατολικής Οικίας. Ως θεμέλια της θόλου, που έμοιαζε με κυψέλη, χρησιμοποιήθηκαν μεγάλοι πλακωτοί λίθοι.
Η διάμετρος του ταφικού θαλάμου ανέρχεται σε 12,04 μ. και το ύψος του υπολογίζεται σε περισσότερο από 10 μ. Αν και η θόλος είχε σωθεί, σε ορισμένα σημεία, σε ύψος ως και 1,20 μ. εν τούτοις αναστηλώθηκε το 1970 (αλλά κατά τρόπο ατυχή, καθώς το προεξέχον τμήμα της στερείται της επίστρωσης πηλού που παρείχε στεγανότητα στον τάφο κατά την μυκηναϊκή εποχή).
Ο τάφος δηλ. είχε ελεύθερη στεγανή θόλο και τύμβο ως το ύψος του ανωφλίου μέχρι και τα Ελληνιστικά χρόνια.
Ο τύμβος γύρω από τον τάφο περιβαλλόταν από αναλημματικό περίβολο. Στις διαδοχικές ταφές του τάφου από τις οποίες καμμία δεν διατηρήθηκε, είχαν εναποτεθεί τουλάχιστον 10 εισηγμένα ευμεγέθη αγγεία και πιθαμφορείς του ανακτορικού ρυθμού. Η χρήση του συγκεκριμένου τάφου συνεχίστηκε κατά τους ύστατους Κλασσικούς χρόνους και κατά την Ελληνιστική εποχή.
Μολονότι οι τάφοι της Περιστεριάς είχαν συληθεί ήδη από τη Μυκηναϊκή εποχή, όμως από τα διασωθέντα αντικείμενα μπορούμε να συμπεράνουμε τον πλούτο των πολύτιμων κτερισμάτων.
Στο θολωτό τάφο 1 βρέθηκαν χρυσά φυλλάρια, χρυσά κοσμήματα, χρυσά λεπτά δισκάρια με οπή που συνδέονταν με άλλα καρδιόσχημα ελάσματα με έκτυπη διακόσμηση, περιδέραια από χάνδρες αμέθυστου και σκαραβαίος από αμέθυστο. Μερικά από τα χρυσά αντικείμενα αποτελούν πραγματικά κομψοτεχνήματα όπως: η χρυσή ψήφος σε μέγεθος μικρού κερασιού με θαυμάσια κοκκιδωτή διακόσμηση, που αποτελείται από 1000 μικρότατα σφαιρίδια χρυσού προσκολλημένα στην επιφάνεια της ψήφου για να απαρτίσει κούμαρο ή το χρυσό έλασμα σε σχήμα ψαριού με έκτυπη παράσταση μινωικής τελετουργικής πομπής. Βρέθηκαν επίσης κατάλοιπα από την επένδυση οδοντόφρακτου κράνους, που μαρτυρούν την ιδιότητα ενός από τους νεκρούς που ετάφησαν εκεί.
Κατά την Υστεροελλαδική ΙΙ φαίνεται πως πραγματοποιήθηκε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ανοικοδόμησης στο δυτικό και νότιο τμήμα του λόφου, όπως δείχνουν τα οικιστικά κατάλοιπα που αποκάλυψαν οι ανασκαφές:
α) ένα σύνολο δωματίων, εντοπίστηκε δυτικά του περιβόλου του θολωτού τάφου 1, στο κέντρο σχεδόν του λόφου, που όμως είχε καταστραφεί τελείως και μόνο τα θεμέλια απέμειναν, ορατά ως σήμερα,
β) μπροστά από την είσοδο του τάφου 3, στο δυτικό τμήμα του «Κύκλου» χτίστηκε η Δυτική Οικία, με δύο οικοδομικές φάσεις, που χρησιμοποιήθηκε και κατά την επόμενη Υστεροελλαδική ΙΙΙ περίοδο και
γ) η ΝΑ.Οικία, στο νοτιοανατολικό τμήμα του λόφου, που περιλάμβανε ευρύχωρα δωμάτια από πλακωτούς ασβεστόλιθους και ολοίτροχους[6] λίθους. Οι διαστάσεις των χώρων της δεν είναι σαφείς γιατί κατά τα πρώιμα Ρωμαϊκά χρόνια (εποχή Νέρωνα) μια άλλη οικία κατάλαβε την έκταση, που κάλυπτε η προγενέστερη μυκηναϊκή.
Η πρώτη οικία φαίνεται πως χτίστηκε κατά τη μεταβατική φάση της Υστεροελλαδικής Ι-ΙΙ περιόδου, όπως μαρτυρούν οι μεγάλες ποσότητες κεραμικής κυρίως κυλίκων
Βρέθηκαν επίσης πολλά πήλινα γυναικεία ειδώλια και ειδώλια ζώων. Η καταστροφή της μυκηναϊκής οικίας τοποθετείται στην πρώιμη Υστεροελλαδική ΙΙΙΒ εποχή.
Κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ και ΙΙΙΒ περίοδο είχε κατοικηθεί και το Βορειοδυτικό τμήμα του λόφου. Τα κτίρια της περιόδου αυτής ήταν εξαιρετικά καλοκτισμένα με τοίχους πάχους ως και 1 μ. Οι τοίχοι ήταν αμφιπρόσωποι, με προσόψεις από μεγάλους λίθους αμυγδαλίτες, ενώ στη μέση είχαν γεμιστεί με αργούς λίθους. Φαίνεται, πως αντικατέστησαν άλλα παλαιότερα κτίσματα. Κατά τον ανασκαφέα (Γ. Κορρέ) θεωρείται πιθανό, ότι αποτέλεσαν το κεντρικό κτίριο της κατοικίας του τοπάρχη της Περιστεριάς. Στο χώρο αυτό βρέθηκαν πέρα από μεγάλες ποσότητες κεραμικής και 4 πήλινα ειδώλια σχήματος Φ, καθώς και πήλινα ειδώλια ζώων. Η συχνή παρουσία πήλινων ειδωλίων σε οικίες της φάσης αυτής (ΝΑ. Οικία, ΒΔ. κτήριο) αποτελεί ένδειξη για την άσκηση λατρείας.
Η παρακμή
Κατά τη Υστεροελλαδική ΙΙΙ Β εποχή, -1400/ -1300, η Περιστεριά είχε μείνει ένα απλό πόλισμα. Το μεγαλόπρεπο παρελθόν της μαρτυρούσε ο θολωτός τάφος 1 στην κορυφή του λόφου, ενώ πιθανότατα ο 2 είχε καταρρεύσει και ο 3 είχε από πολύ πριν καλυφθεί μετά την καταστροφή του.
Η παρακμή του σπουδαίου αυτό Μυκηναϊκού κέντρο πιθανότατα συνδέεται με την μοίρα των αντίστοιχων μυκηναϊκών κέντρων βόρεια του ποταμού της Νέδας, όπου οι πόλεις στην θέση "Κλειδί" αλλά και του "Κακόβατου" εγκαταλείπονται την ίδια περίοδο, -1400.
Αυτό πιθανότατα έχει να κάνει με την εμφάνιση (ή επανεμφάνιση) των Μινύων στην βόρεια Τριφυλία, οι οποίοι ιδρύουν την περίφημη Μινυακή εξάπολη. Την ίδια εποχή και σε απόσταση 3 χιλιομέτρων νότια της Περιστεριάς, ιδρύεται σε ορεινό και προστατευμένο σημείο καινούργιο πόλισμα με ισχυρά τείχη. (Αρχαιολογικός χώρος Μουριατάδας στον λόφο του "Ελληνικού"). Πιθανότατα οι Μυκηναίοι της εποχής αυτής οχυρώνονται απέναντι στον εκ βορρά κίνδυνο. Επίσης δεν πρέπει να είναι τυχαίο ότι από αυτήν την περίοδο και μετά, 1400 / 1300, το ανάκτορο στο Άνω Εγκλιανό γίνεται το γνωστό μεγάλο διοικητικό κέντρο της περιοχής.
ΠΗΓΗ: «Αριστομένης ο Μεσσήνιος», 7.9.2013. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 15.9.2013.
Ανάδειξη
Το Υπουργείο Πολιτισμού προχωρεί στην ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου της Περιστεριάς, στη Μεσσηνία. Στις εργασίες περιλαμβάνονται επεμβάσεις στερέωσης των μυκηναϊκών θολωτών τάφων και των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, αλλά και βελτίωσης των υποδομών εξυπηρέτησης των επισκεπτών και συντήρησης των θολωτών τάφων δια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας. Το έργο, προϋπολογισμού 500.000 ευρώ, συμπεριλαμβάνεται στα έργα που εκτελεί το ΥΠΠΟ με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η Υπουργος Πολιτισμού Λ. Μενδώνη δήλωσε: «Η Περιστεριά αποτελεί έναν σημαντικό αρχαιολογικό χώρο-τεκμήριο της ιστορίας και της προϊστορίας της Μεσσηνίας. Η αποκατάσταση και ανάδειξη των μυκηναϊκών θολωτών τάφων, των κυρίως αρχαιολογικών καταλοίπων του χώρου, αποτελεί βασική προτεραιότητα της επέμβασης, με σκοπό την επίλυση των αισθητικών και των δομικών προβλημάτων, παράλληλα με τη βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών, προς τους επισκέπτες του χώρου. Το έργο περιλαμβάνει τη μελέτη αποκατάστασης των ταφικών μνημείων, πρόταση χωροθέτησης των κτισμάτων υποστηρικτικών λειτουργιών, πρόταση διαμόρφωσης της πορείας των επισκεπτών και ανάδειξης των τριών ταφικών μνημείων. Στόχος των επεμβάσεων είναι η προστασία των καταλοίπων και η βελτίωση της αναγνωρισιμότητάς τους, όπου καθίστανται δυσδιάκριτα. Με την αναβάθμιση της εισόδου και των υποδομών του αρχαιολογικού χώρου αυτά τα, εν πολλοίς άγνωστα μυκηναϊκά μνημεία εισάγουν δυναμικά τον αρχαιολογικό χώρο της Περιστεριάς στον πολιτιστικό χάρτη της Μεσσηνίας».
Στη σημερινή κατάσταση των μνημείων, ως προς την παθολογία τους, διαφέρει για κάθε μνημείο του χώρου. Στο θολωτό τάφο 1, το σημαντικότερο πρόβλημα είναι η εισροή των όμβριων υδάτων στο εσωτερικό του ταφικού θαλάμου. Ο θολωτός τάφος 2 ήταν από την περίοδο της αποχωμάτωσής του σε επικίνδυνη κατάσταση και η τοιχοποιία του ταφικού θαλάμου παραμένει σε κρίσιμη κατάσταση. Ο θολωτός τάφος 3 έχει αντίστοιχα προβλήματα με το θολωτό τάφο 2, ενώ σημαντική είναι και η έλλειψη αναγνωσιμότητας.
Ως προς τις υποδομές στον αρχαιολογικό χώρο, οι εγκεκριμένες εγκαταστάσεις εισόδου και στάθμευσης, χωροθετούνται νοτιότερα της επαρχιακής οδού με στόχο τη διεύρυνση του αρχαιολογικού χώρου. Προβλέπεται η κατασκευή δύο ανεξάρτητων κτηρίων. Το κτήριο Α' στεγάζει το εκδοτήριο-φυλάκιο και το πωλητήριο και το κτήριο Β' στεγάζει σημείο πληροφόρησης και χώρους υγιεινής. Ανάμεσα στους κτηριακούς όγκους διαμορφώνεται αυλή στεγασμένη με πέργκολα. Η αυλή λειτουργεί ως χώρος εισόδου και συγκέντρωσης κοινού.
Ως προς τις διαδρομές επίσκεψης, η κύρια διαμορφωμένη πορεία, κοινή για πεζούς και για ΑμεΑ, ξεκινά από το σημείο εισόδου και καταλήγει στο θολωτό τάφο 1. Ακολουθεί χάραξη που διαμορφώνεται μέσω ραμπών και πλατωμάτων με προδιαγραφές για την κίνηση ΑμεΑ. Τα πλατώματα από όπου εξασφαλίζεται η θέαση των επιμέρους αρχαιοτήτων καταλαμβάνουν μεγαλύτερη επιφάνεια και εξοπλίζονται με καθιστικούς πάγκους. Η δευτερεύουσα πορεία επίσκεψης έχει πιο ελεύθερη χάραξη και δίνει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να περιηγηθούν δυτικά των ταφικών μνημείων 2 και 3.
Εντός του αρχαιολογικού χώρου διατηρούνται τα υφιστάμενα φυσικά μονοπάτια που δίνουν τη δυνατότητα εναλλακτικής περιήγησης και ανόδου προς την κορυφή του λόφου. Στα περισσότερα διαμορφωμένα πλατώματα των διαδρομών και, κυρίως, στα σημεία θέασης των επιμέρους αρχαιοτήτων, τοποθετούνται ξύλινα καθιστικά, πινακίδες με πληροφοριακό υλικό και μικροί κάδοι απορριμμάτων. Οι ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις για το έργο περιλαμβάνουν εγκαταστάσεις ύδρευσης, αποχέτευσης, ψύξης-θέρμανσης, ρεύματος, αντικεραυνικής προστασίας, ενεργητικής πυροπροστασίας.
ΠΗΓΗ: ΥΠΠΟΑ, 22.1.2025.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Ιακωβίδης Σπ. (επιμ.) «Σπυρίδωνος Μαρινάτου ανασκαφαί Μεσσηνίας 1952-1966», σειρά: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 292, έκδ. «Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία», Αθήνα, 2014.
- Μαρινάτος Σπ. «Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας» 1960, 1961, 1962, 1964 και 1965.
- Κορρές Γ. Στ. «Αρχαιολογικό Δελτίο», 31, 1976. Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 1976, 1977, 1978.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Κοσμείται με το μονότοξο πέτρινο γεφύρι του Χατζή ή Κακή Σουμάνη, με τις τρεις ανακουφιστικές καμάρες. Κοντά στο χωριό Αλιμάκι / Αλημάκι. Σε θαυμάσιο φυσικό τοπίο. Αλλά η πρόσβαση σ΄αυτό το πέτρινο ποίημα είναι πολύ δύσκολη. Η γιγάντια «κατεβασιά» την παραμονή του άη Δημήτρη του 1949, του προξένησε μεγάλες ζημιές… Αφημένο στην φθορά του αν και διατηρητέο μνημείο (ΦΕΚ 244/Β/8.3.1993).
Από την δυτική μεριά, υπάρχει το Φαράγγι "Σταλακτίτες".
Λίγο δύσκολο να το βρει κανείς... Αλλά πανέμορφο... Μικρό, με λίγο νερό,
ευκολοπέραστο, που μετά από ποταμοπορεία
καταλήγει σε σπήλαιο με σταλακτίτες.
[2] Στα Δ. του αρχαιολογικού χώρου, σε απόσταση 5 χλμ. υπάρχει ένας φυσικός όρμος, 1 χλμ. νότια του αρχαίου ποταμού Κυπαρισσήεντα (νυν Καλό Νερό). Ένα στενό φυσικό πέρασμα ανάμεσα στα βράχια οδηγεί σε ένα απάνεμο και φυσικό όρμο. Ιδανικό προστατευμένο λιμάνι. Στην μια πλευρά των βράχων είναι εμφανή λείψανα προϊστορικών λιμενικών εγκαταστάσεων. Ίσως το επίνειον της Περιστεριάς.
[3] ΠΗΓΗ: ΕΦΑ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ, απ' όπου όμως έχουν αφαιρεθεί οι φωτογραφίες των ευρημάτων!
[4] «Για την αποτελεσματικότερη προστασία των αρχαιοτήτων της περιοχής κηρύσσουμε ως αρχαιολογικό χώρο τον λόφο της Περιστεριάς, που αποτελεί μια από τις σημαντικότερες Μυκηναϊκές Ακροπόλεις της Μεσσηνίας, με λείψανα τεσσάρων θολωτών τάφων, οχυρωματικού περιβόλου και οικιστικά κατάλοιπα, καθώς και τους παρακείμενους λοφίσκους Κοκοράκου, Κλησούλι, Βιγλατούρι, Καράγενη, με τους οποίους αποτελεί μια πολιτιστική ενότητα» - ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ7/48862/2354/7.1.1991 - ΦΕΚ 104/Β/28.2.1991.
[5] Βλ. ΠAE 1965, σελ. 116.
[6] ὀλοοίτροχος = λίθος περιφερὴς καὶ στρογγύλος, οἵους οἱ πολιορκούμενοι ἐκυλίνδουν κατὰ τῶν πολιορκούντων, ὣς ἀπὸ πέτρης, «ὁ ἐν τῷ τρέχειν ὀλοός, τουτέστιν ὀλέθριος - βλ. Όμ., Ηρόδ. 8.52, Ξεν. Αν. 4.2,3.
arxeion-politismou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου