Το Όρος Παγγαίο στέκει αγέρωχο, επιβλητικό και ζωντανό με τις ψηλότερες κορυφές του Πιλάφ-Τεπέ (1870 μέτρα) και της Κοζνίτσας (1956 μέτρα) να αντικρίζουν τα όρη της Λεκάνης, του Φαλακρού, του Μενοικίου, των Κερδυλλίων και του Συμβόλου, «καλωσορίζοντας» κάθε επισκέπτη, κάθε περιπατητή, «αφήνοντας» τον να εισέλθει στο εσωτερικό του, να μαγευτεί από την «φιλοξενία του» και σιγά – σιγά να νοιώσει την παράξενη αύρα του μύθου και της πραγματικότητας, της ιερότητας του χώρου.
Ο επισκέπτης νοιώθει ελεύθερος στο βασίλειο της φύσης, βαδίζοντας όλο και περισσότερο στα δάση του, από πανύψηλα πλατάνια, έλατα, οξιές, καστανιές που «σκεπάζουν» τις ρεματιές και τις απότομες πλαγιές του βουνού. Σε κάθε βήμα του στα μονοπάτια του Παγγαίου διακρίνει την ιστορική του αξία, με τους βράχους του να μαρτυρούν το πέρασμα του χρόνου καθώς και τα ανεξίτηλα σημάδια των λαών που κατέγραψαν στο βουνό την δική τους ιστορία…
Ο μύθος του Παγγαίου Το βουνό κατά την μυθολογία πήρε το όνομά του από τον Παγγαίο, γιο του Θράκα θεού του Πολέμου, Άρη και της Κριτοβούλης. Ο Παγγαίος ατίμασε την κόρη του χωρίς να το γνωρίζει και ανέβηκε στο όρος, όπου αυτοκτόνησε από τύψεις. Η μεγαλύτερη μορφή, κατά την μυθολογία, για το Όρος Παγγαίο ήταν ο θεός Διόνυσος ή Βάκχος, ο οποίος εκδιώχθηκε από τον βασιλιά της Θράκης Λυκούργο.
Ο Διόνυσος για να τον εκδικηθεί τον τρέλανε με αποτέλεσμα ο Λυκούργος να πάρει το τσεκούρι του και να κατακρεούργησε τον γιο του, νομίζοντας ότι κλάδευε αμπέλι. Όταν ο Λυκούργος συνήλθε η γη δεν καρποφόρησε για χρόνια. Ο Διόνυσος διαμήνυσε πως μόνο όταν θανατωθεί ο Λυκούργος θα ξανακαρπίσει η γη. Οι Ηδωνοί έπιασαν τον Λυκούργο τον ανέβασαν στην κορυφή του Παγγαίου, τον έδεσαν και τον κλωτσούσαν άγρια άλογα μέχρι που πέθανε. Άλλη εκδοχή αναφέρει, ότι ο Διόνυσος φοβούμενος για την ζωή του βούτηξε στην θάλασσα, όπου τον παρέλαβε η Θέτιδα στην αγκαλιά της, τότε ο Δίας τύφλωσε τον Λυκούργο και πέθανε σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Στην περιοχή δρούσε και ο Ορφέας, ο οποίος τιμούσε ως μεγαλύτερο θεό τον Ήλιο, αποκαλώντας τον Απόλλωνα. Ήταν τόση η λατρεία του Ορφέα για τον Ήλιο που ανέβαινε κάθε πρωί στην κορυφή του βουνού για να είναι ο πρώτος που θα το αντικρίσει και θα τον χαιρετήσει. Ο Ορφέας ήταν ιερέας μυστικών τελετών, γνωστά ως Ορφικά μυστήρια, θρησκευτικός ποιητής και προφήτης. Η δράση του ήταν γνωστή στην περιοχή των Πιερίων, όπου υπήρχε και ο τάφος του, ενώ εικάζεται πως δραστηριοποιήθηκε έως και τον Έβρο ποταμό. Μία από τις πολλές εκδοχές για τον θάνατο του, είναι ότι τον σκότωσε ο Δίας με κεραυνό γιατί μέσα από τα μυστήρια του φανέρωνε αλήθειες για τους θεούς.
Η ιστορική αναδρομή του βουνού
Οι πρώτες ονομασίες του Παγγαίου ήταν Νύσα, στην εποχή του Ομήρου, ενώ αργότερα ονομάστηκε Καρμάνιο. Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής ήταν οι Δερριόπες με κύρια ασχολία τους το ψάρεμα και το κυνήγι. Γύρω στο 1800 π.Χ. εμφανίζονται και εγκαθίστανται τα πρώτα θρακικά φύλλα, οι Δόβητες στην περιοχή του Ροδολίβους, οι Παίονες, οι Αγριάνες, οι Ηδωνοί στην περιοχή των Εννέα Οδών (Αμφίπολη), οι Πίερες στην περιοχή του Συμβόλου, οι Σάιοι στην περιοχή της Νικήσιανης, οι Πράσσιοι στην περιοχή του Πραβιού (Ελευθερούπολη), οι Οδόμαντες και οι δυναμικοί Σάτρες στις ψηλότερες περιοχές του βουνού, τους οποίους δεν μπόρεσαν να υποτάξουν ούτε ο Ξέρξης, ούτε ο βασιλιάς Φίλιππος, αλλά ούτε και ο Μέγας Αλέξανδρος. Ο Ηρόδοτος για τους Σάτρες αναφέρει ότι ήταν ψηλόσωμοι, γενναίοι και λαός και πολεμικές αρετές. Στην συνέχεια οι Πάριοι αποικώντας στην Θάσο, περνούν απέναντι μαζί με τους Θασίτες και ιδρύουν το 650 π.Χ. την Νεάπολη (Καβάλα), συνεχίζοντας όμως με σταθερά βήματα την ίδρυση παραλιακών αποικιών έφτασαν κοντά στο Παγγαίο (Γαληψός).
Οι Θασίτες πολύ αργότερα (356 π.Χ.) κατάφεραν να εισχωρήσουν και να ιδρύσουν αποικία στην περιοχή του Παγγαίου, στις σημερινές Κρηνίδες. Το 513 π.Χ. οι Μιλήσιοι με τον τύραννο της Μιλήτου Ιστιαίο ιδρύουν την πόλη Μύρκινος κοντά στον Στρυμόνα, ενώ μερικά χρόνια αργότερα επικεφαλής έγινε ο Αρισταγόρας με κύριο σκοπό του την κατάληψη του θρακικού οικισμού των Εννέων Οδών (Αμφίπολη), αλλά η εκστρατεία απέτυχε με τους Θράκες να βγαίνουν νικητές. Την εμφάνισή του στην περιοχή του Παγγαίου κάνει ο βασιλιάς των Περσών Ξέρξης (480 π.Χ.) με αναρίθμητο στρατό, υποτάσσοντας τους κατοίκους και κατακτώντας τις αποικίες, περνώντας από τα τείχη των Πιερών, το Πέργαμον και τον Φράγητα (Μουσθένη και Ορφάνι σήμερα), στην Πιερία Κοιλάδα. Για πρώτη φορά στην περιοχή εμφανίζονται Αθηναίοι (470 π.Χ.) υπό τις διαταγές του Κίμων, γιο του Μιλτιάδη, όπου κατέλαβαν την Ηιόνα (σημερινή Τούζλα), στην οποία υποστηρίζεται ότι έλαβε μέρος και ο μεγάλος Αθηναίος τραγικός ποιητής Αισχύλος.
Σκοπός των Αθηναίων ήταν να εισχωρήσουν όλο και περισσότερο στην περιοχή. Στην μάχη όμως του Δραβησκού γνωρίζουν μεγάλη ήττα χάνοντας 10.000 στρατιώτες. Το 436 π.Χ. καταφέρνουν να εισχωρήσουν με ηγέτη τον Άγνωνα, ο οποίος καταλαμβάνει την περιοχή των Εννέα Οδών και ιδρύει Αθηναϊκή αποικία, με την ονομασία Αμφίπολη. Οι Αθηναίοι σε μια διαμάχη με τα θρακικά φύλλα μέσα στα τείχη της αποικίας χάνουν την Αμφίπολη και οι νικητές την παραδίδουν στον Σπαρτιάτη Στρατηγό Βρασίδα (424 π.Χ.). Ο Αθηναϊκός στόλος βρισκόταν ήδη στην περιοχή του Παγγαίου και με στρατηγό τον Αθηναίο ιστορικό Θουκιδίδη περιέσωσε μόνο την Ηιόνα. Στο προσκήνιο περνούν οι Χαλκιδείς της Χαλκιδικής το 382 π.Χ., οι οποίοι συνάπτουν σχέσεις με τα θρακικά φύλλα και εγκαθίστανται στην περιοχή. Οι Αθηναίοι συνεχίζοντας με διαδοχικές αποτυχημένες εκστρατείες για να ξανάκερδίσουν την Αμφίπολη, συναντούν για πρώτη φορά μπροστά τους τον Φίλιππο Β’ των βασιλιά των Μακεδόνων, όπου και τερμάτισαν κάθε ελπίδα τους για ανακατάληψη το 357 π.Χ..
Ο Φίλιππος ένα χρόνο αργότερα κατέλαβε όλη την περιοχή του Παγγαίου και υπόταξε τις Θρακικές φυλές. Στην περιοχή ο Φίλιππος ιδρύει τους Φιλίππους, δίνοντάς τους 15ετή αυτονομία και έκδοση δικού τους νομίσματος. Ο Φίλιππος προσαρτίζει όλη την περιοχή το 344 π.Χ. στο Μακεδονικό κράτος. Το 168 π.Χ. την περιοχή κατακτούν οι Ρωμαίοι, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο σε όλη την εξέλιξη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με την μάχη των Φιλίππων (42 π.Χ.) όπου οι δημοκρατικοί Βρούτος και Κάσιος ηττώνται από τους μοναρχικούς Αντώνιο και Οκταβιανό, με αποτέλεσμα την αλλαγή πολιτεύματος της Ρώμης.
Πολύ αργότερα η περιοχή γνωρίζει τον Χριστιανισμό (50 μ.Χ.) από το πέρασμα του Απόστολου Παύλου, όπου τον αποδέχτηκαν γρήγορα λόγω των αναφορών του για τη μετά θάνατο ζωή και περί της αθανασίας της ψυχής, διδασκαλίες που ήδη είχαν ακουστεί από τον Ορφέα και τους ιερείς του Διονύσου, από τα αρχαία χρόνια. Κατά την βυζαντινή αυτοκρατορία η περιοχή περνάει στα χέρια αρκετών λαών, όπως Φράγκων, Βουλγάρων και Σέρβων, ενώ ανακαταλαμβάνεται από τον Μανουήλ Παλαιολόγο το 1371 και χάνεται ξανά το 1383 από τους Οθωμανούς.
Το Παγγαίο κατά την διάρκεια των βαλκανικών πολέμων γνωρίζει ξανά την ελληνική ταυτότητα, αφού ομάδες προσκόπων καταλαμβάνουν την περιοχή, στην οποία ο τουρκικός στρατός ήταν ανύπαρκτος. Στο παιχνίδι μπαίνουν οι σύμμαχοι Βούλγαροι, αλλά προς το τέλος του 1912 το Ελληνικό στρατηγείο καταλαμβάνει την περιοχή γύρω από τον Αγγίτη ποταμό και καθαρίζει όλη την γραμμή Παλαιοχώρι – Ελευθερές.
Το 1913 απωθούνται οι Βούλγαροι από την περιοχή με την επέμβαση της 1ης και της 7η Μεραρχίας. Οι Βούλγαροι ξανά ανακαταλαμβάνουν θέσεις στο Παγγαίο και υποχρεώνουν τους Έλληνες σε υποχώρηση. Η περιοχή πέρασε ξανά στην Ελλάδα με την νίκη των Ελληνικών δυνάμεων στην μάχη της Νιγρίτας. Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο οι Βούλγαροι εμφανίζονται ξανά στο προσκήνιο και καταλαμβάνουν την περιοχή, αλλά απωθούνται αποτελεσματικά μετά από συμμαχική επίθεση και την 13η Ελληνική Μεραρχεία, η οποία κατέλαβε όλη την περιοχή.
Ο «Μίδας» των βουνών
Το Όρος Παγγαίο εκτός από την στρατηγική θέση που κατείχε, στα «σωθικά» του έκρυβε άφθονο χρυσό και άργυρο με αποτέλεσμα να γίνει πόλος έλξης πολλών λαών, ενώ γνώρισε πολλές μάχες για την κυριαρχία των μεταλλείων του.
Οι πληγές του βουνού ακόμα και σήμερα είναι ανοικτές, σημάδια που παραμένουν αναλλοίωτα στο χρόνο. Για τους θησαυρούς που έκρυβε το Παγγαίο, αναφορές κάνουν ο Ηρόδοτος, «μέγα τε υψηλόν, εν δε τώ χρύσεά τε και αργύρεα ενι μέταλλα, τα νέμονται Πιερές τε και Οδομαντοι και μάλιστα Σάτραι» καθώς και ο Ευριπίδης στην τραγωδία του «Ρήσσος», αναφέροντάς το ως «όρος με τους όγκους χρυσού, του οποίου γη κρύβει άργυρο». Ο πρώτος που ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού ήταν ο Φοίνικας Κάδμος, ο οποίος και έμαθε τους Θράκες να εκμεταλλεύονται το χρυσάφι φτιάχνοντας κομψοτεχνήματα. Η εκμετάλλευση των μεταλλείων χρυσού πέρασε στα χέρια των Θασιτών, οι οποίοι αποδείχτηκαν μεγάλοι χρυσοχόοι, ενώ οι αποικίες τους εκμεταλλεύονταν, μαζί με Θράκες και Φοίνικες και τα μεταλλεία της Σκαπτής Ύλης (σημερινό Όρος Λεκάνης).
Το χρυσό του Παγγαίου προσέγγισε και τους Αθηναίους, ενώ εικάζεται ότι ο Πεισίστρατος, μετέπειτα τύρρανος των Αθηνών, βρισκόταν εξόριστος στο Παγγαίο και πλούτισε από τα μεταλλεία του, με αποτέλεσμα να προσλάβει μισθοφόρους για να επιστρέψει στην Αθήνα. Ακόμα και ο Αθηναίος Στρατηγός Μιλτιάδης, ήρωας στην μάχη του Μαραθώνα, φαίνεται ότι είχε αποκτήσει δικαιώματα στα χρυσωρυχεία του Παγγαίου, από τον γάμο του με την Ηγησιπύλη, κόρη του Θράκα βασιλιά της περιοχής, αλλά η αθηναϊκή εκστρατεία κατά των Κυκλάδων τον εμπόδισε να οδηγήσει τους Αθηναίους στο χρυσοφόρο Παγγαίο, κάτι που το πραγματοποίησε ο γιος του Κίμων, χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία.
Η μεγαλύτερη εκμετάλλευση των μεταλλείων του Παγγαίου πραγματοποιήθηκε από τον Φίλιππο Β’ Βασιλιάτων Μακεδόνων, ο οποίος εγκατέστησε το βασιλικό νομισματοκοπείο στους Φιλίππους κόβοντας καθημερινά 1000 χρυσά και 1000 ασημένια νομίσματα. Ο Φίλιππος εκμεταλλευόμενος και την ξυλεία του βουνού ναυπήγησε ισχυρό πολεμικό στόλο. Τα μεταλλεία του Παγγαίου εκμεταλλεύτηκε και ο Μέγας Αλέξανδρος όπου από εκεί στήριξε όλη την εκστρατεία του στην Ασία. Το Παγγαίο ακόμα και στην σύγχρονη εποχή έγινε στόχος χρυσοθήρων, με αποτέλεσμα πολλοί να εγκλωβιστούν ή να χαθούν στα «σωθικά» του βουνού.
Το ιερό Όρος Παγγαίο
«Αρκετές φορές βλέποντας πάνω από το Στρυμονικό Κόλπο να διαγράφεται στα δύο άκρα του ορίζοντα από τη μια η κωνική σιλουέτα του Άθωνα και από την άλλη η κορυφή του Παγγαίου, αναρωτήθηκα ποιο από τα δύο βουνά δικαιούται να πάρει στην παγκόσμια ιστορία το όνομα “Άγιο Όρος”. Διότι, αν η Πολιτεία των Αγιορειτών μοναχών είναι ένα μοναδικό παγκόσμιο φαινόμενο πνευματικού εξαγνισμού, το Παγγαίο περιλαμβάνεται ανάμεσα σε εκείνες τις ιερές κορυφές από τις οποίες ξεχύθηκαν προς τον αρχαίο κόσμο μυστικιστικές λατρείες και θρησκευτικές ζύμες, που την επίδρασή τους, όσο και αν αυτή δεν μπορεί εύκολα να μετρηθεί, δεν θα την αρνηθεί ποτέ κανείς», έτσι προλόγισε το βιβλίο του “Λατρείες και Μύθοι του Παγγαίου” στις αρχές του 20ου αιώνα ο αρχαιολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Νανσί, Πωλ Περντριζέ.
Η μορφή που κυριάρχησε στο Παγγαίο ήταν ο Διόνυσος, ο οποίος λατρεύτηκε ως θεός του κυνηγιού και της Αγροτικής ζωής και στην κορυφή του βουνού υπήρχε το περίφημο και πανάρχαιο ιερό μαντείο του, το οποίο βρισκόταν σε σπήλαιο. Προφήτες του ήταν οι Βησσοί και μια γυναίκα η «Προμάντις» απαντούσε με χρησμούς, όπως το μαντείο το Δελφών με την Πυθεία, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Σε μικρότερη κλίμακα λατρευόταν και ο Ορφέας.
Ακόμη και σήμερα αναβιώνονται διονυσιακά έθιμα στην περιοχή της Νικήσιανης με το κάψιμο των ψύλλων και την ανάσταση του Διονύσου – την νίκη της ζωής, από τους «Αράπηδες», ντυμένοι με προβιές ζώων που φέρουν μεγάλα κουδούνια δημιουργώντας εκκοφαντικό θόρυβο. Στην συνέχεια ο Απόστολος Παύλος μιλώντας για τον Χριστιανισμό βρίσκει εύφορο έδαφος και γίνεται γρήγορα αποδεκτός από την ευρύτερη περιοχή του Παγγαίου, όπου και αρχίζουν να χτίζονται πολλές εκκλησίες και μοναστήρια, με την Μουσθένη και την Μεσορόπη να μετρούν σήμερα 60 περίπου εκκλησίες. Κοντά στην Νικήσιανη διακρίνουμε τα «απομεινάρια» του βυζαντινού ναού του Αγίου Γερωργίου, ενώ στους πρόποδες του Παγγαίου δεσπόζει το σημαντικότερο μοναστήρι της περιοχής αφιερωμένο στην Παναγία της Εικοσιφοίνισσας όπου κάθε χρόνο γίνεται δέκτης πολλών επισκεπτών, για να ασπαστούν την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που κατά την ιστορία έκαψε την εκκλησία, όταν Βούλγαρος αξιωματικός προσπάθησε να την πάρει και κρατώντας το σπαθί στο χέρι του έκοψε το μάγουλο της Παναγίας, πληγή που διακρίνεται ακόμα και σήμερα στην εικόνα. Φυσικός «πλούτος»
Το Παγγαίο αποτελεί τον φυσικό προστάτη της πανίδας και της χλωρίδας της περιοχής. Πολλά είδη φυτών όπως Γαϊδαροπούρναρο ή γκι κόκκινες παιόνιες, κυκλάμινα, κόκκινοι και ροζ κρίνοι, δένδρα όπως μακεδονίτικο έλατο, οξυές, καστανιές, άγριες αμυγδαλιές και δαμασκηνιές καθώς και πολλών ειδών μανιταριών συνθέτουν το πράσινο κομμάτι του βουνού. Πολλά όμως είναι και τα ζώα που κατοικούν στο βουνό, άλλα σε ψηλότερες τοποθεσίες , όπως λύκοι, αγριογούρουνα, χρυσαετοί, σταυραετοί, νυχτερίδες, μπούφοι και άλλα σε χαμηλότερες τοποθεσίες όπως αλεπούδες, ασβοί, πελαργοί, ενώ οι καταρράκτες και οι μικρές λίμνες ολοκληρώνουν το φυσικό παζλ του βουνού.
ΠΗΓΗ: eparousia.gr, ΒΙΣΑΛΤΗΣ, diodotos
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου